Τρίτη 23 Ιουλίου 2013
Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013
Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013
Σάββατο 15 Ιουνίου 2013
Αναφορά στο βιβλίο από τον Γιώργο Ρομπόλα στο Metropolis Press
Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε μια γενιά νέων μπλόγκερ να χτίζουν
μικρά παλάτια ποιότητας. Ευτυχώς, όπως σταδιακά αποδεικνύεται, όχι πάνω
στην άμμο. Μία από αυτούς, δικαιωματικά και με ψευδώνυμο εμπνευσμένο
από την ποίηση του Πάουλ Τσέλαν, είναι και η μπλόγκερ Niemands Rose.
Πολύ πρόσφατα εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο «Τα φώτα στο βάθος» (εκδ. Πόλις), μεταφέροντας τη γραφή της πέρα από τα ιστολογία και σε πιο παραδοσιακή μορφή. Μια συλλογή αφηγήσεων μικρού μήκους, με έδρα κάθε γωνιά της γης (από τη μακρινή Βραζιλία μέχρι τα καθ’ ημάς τοπία) και πυξίδα τα βιώματα της νέας γενιάς – μακριά από δανεικούς καημούς.
Βιογραφικά Στοιχεία
Διαβάστε περισσότερο από του «Κανενός το ρόδο» στο niemandsrose-niemandsrose.blogspot.gr.
Info:
Τα φώτα στο βάθος: Αφηγήσεις μικρού μήκους / Niemands Rose
1η έκδ. – Αθήνα: Απόπειρα, 2013 – 126 σελ.
Πολύ πρόσφατα εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο «Τα φώτα στο βάθος» (εκδ. Πόλις), μεταφέροντας τη γραφή της πέρα από τα ιστολογία και σε πιο παραδοσιακή μορφή. Μια συλλογή αφηγήσεων μικρού μήκους, με έδρα κάθε γωνιά της γης (από τη μακρινή Βραζιλία μέχρι τα καθ’ ημάς τοπία) και πυξίδα τα βιώματα της νέας γενιάς – μακριά από δανεικούς καημούς.
Βιογραφικά Στοιχεία
Διαβάστε περισσότερο από του «Κανενός το ρόδο» στο niemandsrose-niemandsrose.blogspot.gr.
Info:
Τα φώτα στο βάθος: Αφηγήσεις μικρού μήκους / Niemands Rose
1η έκδ. – Αθήνα: Απόπειρα, 2013 – 126 σελ.
Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013
Βιβλιοκριτική στο Book Press
Του Φοίβου Παναγιωτίδη*
Η ζωγραφική της είναι γυναικεία χωρίς να είναι Weibchen Malerei, κανένα chiqué, απλότης αφάνταστη, ειλικρίνεια και μεγάλη ευαισθησία.
(επιστολή της Μάτσης Χατζηλαζάρου προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο, 31.4.46)
Η προσέγγισή μου στη συλλογή αφηγήσεων μικρού μήκους Τα φώτα στο βάθος της Niemands Rose θα γίνει αποσπασματικά και, αναπόφευκτα, από τη σκοπιά ενός αναγνώστη. Θα οργανώσω τις σκέψεις μου γύρω από το είδος (genre) στο οποίο εντάσσεται το βιβλίο και γύρω από το ύφος της συγγραφέως και τη σχέση του με τη λεγόμενη γυναικεία γραφή.
Τι είναι «Tα φώτα στο βάθος»
Όπως ήδη έχει επισημανθεί, το βιβλίο δεν ανήκει σε καμία νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Πράγματι, δεν πρόκειται για «συλλογή διηγημάτων». Πρώτα πρώτα, το βιβλίο διαθέτει εσωτερική ενότητα, αν και όχι προφανή: παρότι η ενότητα αυτή δε χτίζεται λ.χ. με βάση μία θεματική ή μία πλοκή ή ένα καστ χαρακτήρων, τα κείμενα που απαρτίζουν Τα φώτα στο βάθοςσυνθέτουν μια χαλαρή αφηγηματική δομή που αποτυπώνεται και σαν ενιαύσιος ή ημερήσιος κύκλος: ξεκινάμε με τα «Αληθινά χαράματα» για να βυθιστούμε στον πρεβελάκειο πάμφωτο και όλο «Χρώματα» θάνατο στο τέλος. Ενδιάμεσα προχωρούν οι εποχές, ενώ βρίσκονται γιορτές, διακοπές, το ταξίδι. Επίσης, ο τόνος στα «φώτα στο βάθος», παρά τις μεταμορφώσεις του ύφους από αφήγηση σε αφήγηση, παραμένει ενιαίος. Μάλιστα, μου είναι πολύ δύσκολο να αποδώσω (πολύ περισσότερο να περιγράψω) τη χροιά της αφηγηματικής φωνής της Niemands Rose χωρίς να γίνω και σχολαστικόςκαι υπερβολικά περιφραστικός.
Και βεβαίως, δεν έχουμε να κάνουμε με διηγήματα ή έστω με μικροδιηγήματα. Η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να ηθογραφήσει, ακόμα και όταν περιγράφει τον «άλλο», π.χ. τον κάτοικο της λεγόμενης «επαρχίας», ούτε να ψυχολογήσει, ακόμα και όταν βυθομετρά τους χαρακτήρες της, ούτε και να αλληγορήσει, ακόμα και όταν επιστρατεύει μεταφορές, εικόνες, λογοπαίγνια και σύμβολα. Απεναντίας, προσπαθεί να διερευνήσει τους χώρους (κενούς ή πλήρεις) μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας και μεταξύ ανθρώπινης κοινωνίας και κόσμου. Έτσι καταλήγει στην ταύτιση ηθικού και πολιτικού αλλά και στην ταύτιση αλλοτρίωσης και τυραννίας, έτσι διερευνά τον ιλιγγιώδη κόσμο των ανθρώπινων: απόσταση την απόσταση. Η πλοκή κάθε κειμένου είναι λοιπόν όχι ακριβώς πρόσχημα αλλά πραγμάτωση, ενσάρκωση ίσως, αυτών των τριών χώρων: μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας, μεταξύ κοινωνίας και κόσμου
Πάντως το βιβλίο δεν είναι σε καμία περίπτωση, όπως ήδη πρέπει να έγινε αντιληπτό, ανθολογία αναρτήσεων από το μπλογκ της συγγραφέως, για δύο κυρίως λόγους: αφενός, από τα κείμενα στα «φώτα στο βάθος» ελλείπει ο χαρακτήρας αντανακλαστικού που προσδίδουν η άμεση αυτοέκδοση καθώς και η προσήλωση στο καθέκαστο και εφήμερο που χαρακτήριζε τα αφηγηματικά ιστολόγια. Αφετέρου, από τα κείμενα του βιβλίου απουσιάζει ο στενά ημερολογιακός και ενδοσκοπικός χαρακτήρας των μπλογκ.
Μεταξύ εαυτού και άλλου
Αν θα έπρεπε να προτείνω ένα είδος, ένα genre, στο οποίο θα εντάσσαμε ‘Τα φώτα στο βάθος’, αυτό θα ήταναυτομυθογραφίες ή αυτομυθοπλασίες: σε όλα τα κείμενα που συνθέτουν το βιβλίο υπάρχει αυτοαναφορικό έναυσμα· όχι απαραίτητα αυτοβιογραφικό, αφού πολλές φορές αυτό ή αυτός που βρίσκεται απέναντι μάς αφορά πιο καίρια και πιο βαθιά από όσα βρίσκονται εντός μας. Το αυτοαναφορικό έναυσμα (το καθέκαστο, το προσωπικό, το εφήμερο) γίνεται αφορμή για να αρθρωθεί λόγος που θα φωτίσει, άλλοτε με στιγμιαία λάμψη και άλλοτε με ένα φως λοξότερο αλλά διαρκέστερο, τους χώρους που προανέφερα: μεταξύ εαυτού –και δη γυναίκας– και άλλου (ακόμα και όταν ο άλλος είναι ο ίδιος ο εαυτός)· μεταξύ ανθρώπου –και δη γυναίκας– και κοινωνίας· μεταξύ ανθρώπινης κοινωνίας και κόσμου. Η Niemands Rose δεν μιλάει για τον ίδιο τον εαυτό (της), δεν προσεγγίζει τον άλλο χωρίς ενσυναίσθηση, δεν αντιμετωπίζει την κοινωνία, τον κόσμο και τη ζωή απολιτικά ή σαν να αποτελούν αυτόνομα φαινόμενα και συστήματα που απλώς κείνται εκεί. Η Niemands Rose μιλάει κυρίως για το «τι ανάμεσό τους»: π.χ. για τον θάνατο ως φάρμακο που αλληλεπιδρά με αυτό της ομορφιάς («Κυνήγι»), για την υποκρισία ως απόσταση και όχι ως στάση («Το χαλίκι»), κ.ο.κ.
Τα κείμενα της Niemands Rose ανήκουν λοιπόν σε ένα είδος μεικτό αλλά νόμιμο: η αμεσότητα και η αυτοαναφορικότητα της ιστολογικής ανάρτησης συντίθεται με τις αφηγηματικές λύσεις και την αξίωση του διηγήματος να πάει κανείς παραπέρα από το περιστατικό. Τα κείμενα στα ‘φώτα στο βάθος’ περπατάνε πάνω στο στενό υπερυψωμένο πεζούλι μεταξύ προφορικότητας και κειμενικότητας, διακειμενικού παιχνιδιού και αμεσότητας παραμυθιού. Και αυτό το ιδιαίτερο είδος καλείται να μιλήσει όχι για τους ανθρώπους και για τα πράγματα, ίσως ούτε καν για τις σχέσεις και τις συνάφειες μεταξύ τους, παρά για τον χώρο ανάμεσά τους, χώρο στον οποίο αλληλεπιδρούν.
Γυναικεία γραφή;

Η γυναικεία γραφή αφήνει συνήθως μια ταγκή επίγευση ποιητισμού και αισθαντισμού, ενώ διακρίνεται από ασώματη λαγνεία των συναισθημάτων, ακόμα και όταν πραγματεύεται τα άκρως αισθητά. Στη γυναικεία γραφή δεσπόζει η εξιδανίκευση του worry talk: του worry talk και ως περιεχομένου (θυμηθείτε τη Μαίρη Παναγιωταρά, μια εργαζόμενη μητέρα, μια καλή νοικοκυρά) και ως άκριτης απολιτικής εξομολόγησης που ανοίγει κύκλους ψυχολογισμών. Με δύο λόγια, η γυναικεία γραφή, όταν δεν είναι μανιέρα που πουλάει νανουρίζοντας, ενσωματώνει την πατριαρχία και τον σεξισμό με ιδανικό τρόπο: γυναίκες γράφουν όπως αναμένεται να γράψουν επειδή είναι γυναίκες.
Παρόλα αυτά, Τα φώτα στο βάθος δε θα μπορούσαν παρά να είναι γραμμένα από γυναίκα, αφού ενσωματώνουν τον αγώνα της γυναικείας ψυχής και του γυναικείου νου να σταθούν και να μιλήσουν. Τα κείμενα του βιβλίου, μέσα από την ίδια την πράξη της γραφής τους, ξορκίζουν αυτό που επισήμανα παραπάνω: τους τρόπους με τους οποίους η γυναίκα ωθείται και σύρεται να υιοθετήσει το πώς τη βλέπουν οι άλλοι (“To be a woman”, «Για τη γυναίκα, το γήρας, το γαμώτο», «Είναι τα φιλιά σου φυλακή»). Παράλληλα, το ύφος της Niemands Rose δεν το διακρίνει καμία κλάψα ή ποιητίζουσα στωική μελαγχολία και τίποτε από τα παραπάνω χαρακτηριστικά της «γυναικείας γραφής»: είναι ύφος ρωμαλέο, πυκνό, χωρίς αποσιωπητικά και χωρίς κατάχρηση του δεύτερου προσώπου, με εναλλαγές στον τόνο αλλά και στην εστίαση, με άνοιγμα προς τα έξω, προς το ουσιωδώς πολιτικό. Αν η γυναικεία γραφή πατάει πάνω στο καθέκαστο και στον εσωτερικό μονόλογο για να περιαυτολογήσει, τα κείμενα στα ‘φώτα στο βάθος’ ακολουθούν αντίστροφη πορεία: ξεκινούν από το ατομικό και το προσωπικό για να ανοιχτούν και για να ανοίξουν («Τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα», «Αδιάκοπα»).
Εδώ ένα μικρό σχόλιο σχετικά με τη συμπύκνωση: κείμενα όπως τα «Χρώματα» και η «Λοταρία» είναι αντίστοιχα ποιητική σύνθεση και μυθιστόρημα σε δυο σελίδες το καθένα – θυμάται εδώ κανείς την Κεντούρια του Τζόρτζιο Μανγκανέλλι, που απαρτίζεται από «Εκατό Μικρά Μυθιστορήματα Ποταμούς».
Θα κλείσω με ένα μπράβο στις εκδόσεις Απόπειρα: η έκδοση είναι κομψή και προσεγμένη, παρά την πολύ χαμηλή τιμή του βιβλίου. Το καταλαβαίνει κανείς από την εκτύπωση, την ποιότητα του εξώφυλλου αλλά και από τη μυρωδιά του χαρτιού.
* Ο Φοίβος Παναγιωτίδης είναι αν. καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013
Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013
Σάββατο 8 Ιουνίου 2013
Παρουσίαση βιβλίου- Εφημερίδα "Πατρίς"
![]() |
Η Niemands Rose γεννήθηκε στην Κρήτη. Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Έχει συνεργαστεί με διάφορες εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις (την Ελευθεροτυπία, την “Αυγή” και τα “Ενθέματα”, το μπαχάρ κ.ά.), ενώ κείμενά της περιλαμβάνονται στο συλλογικό έργο Ανθολόγων Ιστολόγων (ψηφιακή έκδοση, 2012). Η συλλογή διηγημάτων “Τα φώτα στο βάθος” είναι το πρώτο της βιβλίο. Διατηρεί από το 2007 το μπλογκ “Του κανενός το ρόδο”.Το βιβλίοΚαλοκαίρι. Καθώς χαράζει στο Άμστερνταμ, ένα πτώμα ξεβράζεται στις όχθες του ποταμού. Ένας Βραζιλιάνος μετανάστης πέφτει νεκρός από τις σφαίρες της βρετανικής αστυνομίας. Η μέρα προχωράει. Καύσωνας και οχλαγωγία. Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλει σε κάποια πλαζ επιβάλλοντας ενός λεπτού σιγή. Σουρουπώνει. Από τον ορό του γέροντα, που δεν περιμένει επισκεπτήριο, στάζει στάλα στάλα η μοναξιά. Τη νύχτα, στη νότια Κρήτη, μια μαμά με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει τα φώτα της Λιβύης στο βάθος του ορίζοντα. Χειμωνιάζει, ένα χαλίκι θα σφηνώσει στους αρμούς του παπουτσιού της και θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μια συλλογή από βότσαλα. Μία κυρία συλλαμβάνεται από τους σεκιουριτάδες ενός πολυκαταστήματος στο γιορτινό Δουβλίνο, καθώς κλέβει μια κασετίνα, ενώ ο υπερτυχερός ενός λαχείου κρεμάει την ταμπέλα hunger στο Στραντ τής μητρόπολης. Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ. Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ. Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή της Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ' ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία τής Πρώτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Αποκριάς. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου. Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ.
Πατρίς, 8/6/2013
Βιβλιοκριτική από τον Άρη Μαραγκόπουλο
O συγγραφέας, βιβλιοκριτικός, ιδρυτικό στέλεχος και διευθυντής λογοτεχνίας των εκδόσεων "Τόπος", Άρης Μαραγκόπουλος, γράφει για "Τα φώτα στο βάθος":
Το πρόσφατο βιβλίο της Niemands Rose, Tα φώτα στο βάθος, ευτυχώς δεν ανήκει σε καμία νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Γεγονός ευχάριστο που διαπιστώνω τελευταία και σε άλλους νέους συγγραφείς. Η αφήγηση στο Tα φώτα στο βάθος δεν προσπαθεί να γράψει επιτηδευμένα, δεν προσπαθεί να πρωτοτυπήσει μορφικά, δεν προσπαθεί να κάνει κάτι περίτεχνο ώστε να αποδείξει τη ιδιοπρόσωπη φωνή της. Ή, αν το κάνει (επειδή κάποιες φορές το κάνει) αυτό γίνεται σχεδόν αθόρυβα. Όπως ένα παιδί που παίζει αμέριμνο στην αυλή.Aris' Grandman Notes
Τα μικρά κείμενα του βιβλίου είναι πυκνά, σφιχτά, δεμένα. Άρτια από κάθε τεχνική άποψη. Δεν βρίσκω μια λέξη, μια παράγραφο, μια φράση που να είναι αδιάφορη, που να μην εισφέρει στο συνολικό σχέδιο κάθε αφηγήματος. Τα κείμενα αυτού του βιβλίου είναι αυτάρκη στη διάφανη λιτότητά τους, γεγονός που τα καθιστά αυτομάτως δυνατά ως φωνή, ως τέχνη του λόγου.
Κι επειδή ο λόγος της Niemands Rose έχει πράγματα να αφηγηθεί αυτή η δύναμη βγαίνει πολλαπλάσια μέσα από τις πρωτότυπες ιστορίες της. Πολλοί συγγραφείς περιγράφουν και νομίζουν ότι γράφουν. Αναπαράγουν κομμάτια της καθημερινότητας, το έχω πει πολλές φορές, ως ένα είδος ρεπορτάζ του Πραγματικού και πιστεύουν ότι έτσι εισφέρουν κάτι στην τέχνη του λόγου. Τουλάχιστον δυο γενιές αναγνωστών μετά τη μεταπολίτευση ανατράφηκαν μέσα από τέτοια (περι)γραφικά κείμενα που, ακόμα, περνιούνται ως λογοτεχνία.
Η Niemands Rose γράφει για το καθημερινό όχι για να το αναπαράγει μηρυκαστικά αλλά επειδή έχει χωνεμένη άποψη γι' αυτό, έχει επεξεργασμένη άποψη για τον κόσμο, έχει πολύ απλά, πολιτική συνείδηση με την ολοκληρωμένη (όχι με τη λαϊκιστική, με την πολιτικάντικη) έννοια του όρου. Κι αυτή η άποψη αναδεικνύεται αφενός με θαρραλέα δύναμη κι αφετέρου με λογοτεχνική κομψότητα στα κείμενά της.
Η Niemands Rose γράφει για το καθημερινό όπως ελάχιστοι σύγχρονοι συγγραφείς (ακόμα και με μεγαλύτερη εμπειρία στα γράμματα από την ίδια). Και όχι μόνον επειδή έχει πολιτική συνείδηση, αλλά επειδή έχει και τέχνη. Την τέχνη να αναδεικνύει στο καθημερινό τη μικροψυχολογία των ανθρώπων, το κρυφοσκιασμένο αίσθημα της στιγμής, την αχλύ ως ατμόσφαιρα της συγκυρίας.
Κι έχει ακόμα η Niemands Rose αυτό που διαπερνά από τη μια άκρη ως την άλλη όλα της τα κείμενα: πάθος και πόθο και αγωνία. Γι' αυτό και δεν γράφει μελοδραματικά, γι'αυτό και δεν γράφει δακρύβρεκτα (αυτό ίσως εξηγεί τον λόγο που κάποιες ιστορίες της φέρνουν δάκρυα στα μάτια…)· κρατά την απαραίτητη απόσταση, κρατά έναν μοναδικό σεβασμό απέναντι στα υποκείμενα του πόνου, του γήρατος, της παρακμής, της φτώχειας, της ήττας, της παραίτησης, της απόγνωσης. Κρατά τη στάση ενός γνήσιου ανθρωπιστή, ενός σύγχρονου ανθρωπιστή συγγραφέα που παίρνει πολύ σοβαρά τον πόνο και τη δυστυχία και που δεν περιγράφει αυτά τα πράγματα για να γοητεύσει επιφανειακά τον τεμπέλη αναγνώστη. Κι όλα αυτά συμβαίνουν, σ' αυτές τις φέτες ζωής που είναι τα κείμενά της, θα το ξαναπώ (της ταιριάζει, νομίζω): όπως ένα παιδί που παίζει στην αυλή.
Ολοκληρώνοντας τα κείμενα της Niemands Rose στο, Τα φώτα στο βάθος, ο αναγνώστης αισθάνεται μια δυνατή καρδιά που πάλλεται σαν τρελή στον ρυθμό του σύγχρονου κόσμου. (Ακούγεται ίσως υπερβολικό αυτό που έγραψα με την καρδιά αλλά δεν βρίσκω άλλο τρόπο να περιγράψω το δυνατό αίσθημα που μένει στο τέλος.) Επειδή ναι, υπάρχει ένας δυνατός παλμός σε αυτή τη φαινομενικά ήρεμη αφήγηση, ένα κύμα που σε παίρνει, αρκεί να θέλεις να αφεθείς, να δεις: τον εαυτό σου στον καθρέφτη, με τα φωτάκια της Λιβύης να λαμπυρίζουν στο βάθος.
Κάτι τελευταίο, για τις γυναίκες, τη γυναίκα γενικώς: ε, ναι, η αγαπημένη μου συγγραφέας Άλι Σμιθ, που τόσο έχει μελετήσει μυθοπλαστικά τον ρόλο των γυναικών, θα ζήλευε τις αναπαραστάσεις της γυναίκας που πλάθει η Niemands Rose. Ζήλεψα κι εγώ. Και μόνο για τον δραματικό, ώριμο τρόπο που διαχειρίζεται μυθοπλαστικά τη γυναίκα η Niemands Rose αξίζει να διαβάσετε αυτόν τον φροντισμένο τόμο (εκδ. Απόπειρα). Αλλά, βεβαίως, αξίζει και για όλους τους άλλους λόγους που εδώ προσπάθησα συνοπτικά να εξηγήσω.
Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013
Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013
Συνέντευξη στη Μαριάννα Ρουμελιώτη για το enfo.gr
Κάποιοι άνθρωποι ανάμεσα μας, γεμίζουν σελίδες με λέξεις, καταθέτουν τις
εμπειρίες τους (φανταστικές ή μη) σε πόστς και με τον καιρό τα άβαταρ
τους μας κρατάνε παρέα. Μικρές ιστορίες από τα οικογενειακά τραπέζια,
τις γιορτές, τα καλοκαίρια και τους χειμώνες ή το νοσοκομείο. Και έτσι
φτάνει το διαδίκτυο να γίνεται η βιβλιοθήκη με τους αγαπημένους σου
συγγραφείς που ανανεώνεται συνέχεια.
Όταν λοιπόν μπορείς να κρατάς στα χέρια σου επιτέλους ένα βιβλίο από αυτούς τους γραφιάδες του ίντερνετ που σου κρατάνε παρέα είναι συγκινητικό. «Τα φώτα στο βάθος» είναι το πρώτο βιβλίο της Niemands Rose που σχεδόν έρχεται να δικαιώσει όλους εμάς που φωνάζουμε ότι οι μεγάλοι λογοτέχνες της εποχής βρίσκονται στο διαδίκτυο. Το να βλέπω το ιντερνετικό της ψευδώνυμο στο εξώφυλλο εμπεριέχει προσωπική χαρά γιατί ξέρω πως η Niemands Rose είναι κάποια από μας και ήρθε η στιγμή που θα μας διηγηθεί τις ιστορίες της μέσα από το χαρτί. Τη συνάντησα ηλεκτρονικά όπως εξάλλου επιβάλει η εποχή και τα είπαμε.
Πως διάλεξες τις ιστορίες για το «Τα φώτα στο βάθος»;
Οι εκδότες μου στην «Απόπειρα» με άφησαν ελεύθερη να διαμορφώσω τη συλλογή που αποτελεί το βιβλίο, θέτοντάς μου μόνο έναν εύλογο περιορισμό ως προς την έκταση. Διάλεξα λοιπόν τα πιο αγαπημένα μου κείμενα, εξαιρώντας οπωσδήποτε τα επικαιρικά και περιλαμβάντας εκείνα που προσιδιάζουν σε διηγήματα και τα παρέταξα με έναν τρόπο ώστε να υπάρχουν υπόρρητα θεματικές ενότητες.
Είσαι στο μετρό, ο άντρας απέναντι σου βγάζει από την τσάντα του ένα βιβλίο. Διαβάζει «Τα φώτα στο βάθος». Τι σκέφτεσαι;
Δεν μου έχει τύχει ακόμα ν’ αντικρύσω αυτό το θέαμα, αλλά όταν είδα μια τέτοια φωτογραφία στη σελίδα του ΤΙΔΑΜΕΛΕ («Τι διαβάζουν οι άνθρωποι στο μετρό και στο λεωφορείο; Ε;» ), στο Facebook, δε σκέφτηκα κάτι, συγκινήθηκα. Είναι πολύ διαφορετικό συναίσθημα από το να σε διαβάζουν στο μπλογκ.
Από το πρώτο σου post στο blog μέχρι το βιβλίο πόση απόσταση είναι;
Ξεκίνησα να μπλογκάρω την εποχή που τέλειωνα το διδακτορικό μου και περνούσα μια φάση αναγκαστικής κλεισούρας στο σπίτι και στο πανεπιστήμιο. Συμπτωματικά, κάποιους μήνες πριν, είχα πάρει τη γενναία απόφαση πως σταματάω να γράφω ποιήματα και στίχους. Και μου φαινόταν γενναία η απόφαση γιατί έγραφα από εννιά χρόνων παιδάκι. Κι έτσι, δοκίμασα να γράφω μικρές αυτοτελείς ιστορίες, ανάμεσα στα άλλα. Χρησιμοποιούσα το μπλόγκιν σαν γύμνασμα στην πεζογραφία. Καθώς ζούσα στο εξωτερικό τότε, δεν επεδίωκα ο,τιδήποτε άλλο, δικτύωση, γνωριμίες κ.λ.π. Μάλιστα αυτή η συνθήκη μου έδωσε το περιθώριο μιας παιδιάστικης αφέλειας περί ψευδωνυμίας και ελευθερίας έκφρασης, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.
Πολύ σύντομα ο Άρης Μαραγκόπουλος, μου έγραψε ένα μέιλ όπου μου μίλησε για τις λογοτεχνικές αρετές που είχε διακρίνει στη γραφή μου. Αυτό ομολογώ πως με ενθάρρυνε σημαντικά γιατί δεν είναι λίγο πράγμα να εξαίρει τα πονήματά σου ένας τόσο σημαντικός συγγραφέας, τη στιγμή μάλιστα που καθόλου δε γνωρίζεστε. Έπειτα, ακολούθησαν και άλλα αξιωμένα βλέμματα και άνθρωποι από τον εκδοτικό χώρο ή συγγραφείς που με παρακίνησαν να δοικιμαστώ στο χάρτι.
Θα μου πεις, τα σχόλια των άλλων μπλογκάδων δεν είχαν αξία; Και ναι και όχι. Ας πούμε πως δεν έχει καμία αξία το σχόλιο που γίνεται στα πλαίσια μιας υποκριτικής ευγένειας, που μετέτρεπε τον χώρο του σχολιασμού σε πεδίο φιλοφρονήσεων. Ούτε έδωσα ποτέ ιδιαίτερη σημασία σε ad hominem κακοήθειες όσων διέκριναν στα γραπτά μου κάποια πολιτική αντίπαλο. Όλα τα άλλα μέτρησαν και με το παραπάνω.
Το διαδίκτυο σου προσφέρει χιλιάδες αναγνώστες, τι έρχεται να κάνει το βιβλίο;
Διαβάζοντας εκπληκτικές αφηγήσεις στην οθόνη του υπολογιστή, πάντα ένιωθα πως στερούμαι κάτι από την απόλαυση, σε μια ανάγνωση ασθματική, αποσπασματική, πρόχειρη, αγοραία, στριμωγμένη σε πίξελ και σε ανοιχτά tabs, που ψάχνει να πάρει ανάσα σε ένα βομβαρδισμό πληροφορίας. Διάβαζα αλλά ποτέ ανάσκελα στα παγκάκια και στο γρασίδι των πάρκων, ποτέ με την πλάτη στο βότσαλο, ποτέ χουχουλιασμένη σε κάποιον καναπέ με το βιβλίο αγκαλιά. Και ενώ αποδεδειγμένα δεν έχω τεχνοφοβικές αναστολές, μπορώ να πω ότι το βιβλίο –είτε πρόκειται για ebook, είτε για χαρτί- προσφέρει άλλου τύπου ανάγνωση. Ακόμη, η έκδοση ενός βιβλίου λειτουργεί και ως αυτοδέσμευση, αν κάποιος αποφασίσει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Κι εγώ κάτι έχω στα σκαριά.
Αν σου έλεγαν ότι για ένα χρόνο απαγορεύεται να γράψεις, αυτό που θα έκανες θα ήταν….
«Όσες κι αν στήσουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει». Αυτό που περιγράφεις ως ενδεχόμενο είναι ταυτόχρονα ζοφερό αλλά διορατικό. Μου θύμισες σκηνές από τους πολιτικούς κρατούμενους στα βιβλία π.χ. του Χρόνη Μίσσιου και της Διδώς Σωτηρίου, ή στο ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου «Τα κορίτσια της βροχής» όπου έβλεπες πως επινοούσαν απίθανους τρόπους για να επικοινωνούν μεταξύ τους, για να εκφράζονται. Όπως και στη «Σκακιστική νουβέλλα» του Τσβάιχ, όπου ο ήρωας φτιάχνει πιόνια από ψίχα ψωμιού για να παίξει σκάκι με τον εαυτό του, θα έβρισκα, κάποιον τρόπο.
Πώς και πού γράφεις συνήθως;
Γράφω από παιδάκι, όπως σου έλεγα, αριθμώ και δεκατέσσερις μετακομίσεις στη ζωή μου, άρα για μένα δεν υφίσταται –δυστυχώς ή ευτυχώς- κανένα «συνήθως». Αλλά ανεξαρτήτως πού, το «πώς», που πολύ σωστά ρωτάς, είναι ενιαίο και αδιαίρετο στον χώρο και τον χρόνο: γράφω για τη δική μου ηδονή. Δεν κάνεις έρωτα για τους άλλους, για τον εαυτό σου το κάνεις. And it takes two to tango και στο γράψιμο, το ζευγάρι είναι ο εαυτός μας σε μια διαλεκτική σχέση με τον κόσμο.
Γιατί μένεις στην Ελλάδα;
Η απόφασή μας να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, από το Λονδίνο όπου ζούσαμε, πάρθηκε μάλλον εν θερμώ –που δε νομίζω, με την ευκαιρία , πως είναι λάθος τρόπος να παίρνεις αποφάσεις. Κι η αφορμή ήταν πως στα τόσα χρόνια στο Λονδίνο, που είναι γνωστό πως έχει μεγάλα ποσοστά εγκληματικότητας, πρώτη φορά νιώσαμε να απειλείται η ζωή μας και του παιδιού μας από έναν σκίνχεντ νεοναζί που έτυχε να κατοικεί στο ισόγειο. Επιστρέψαμε λοιπόν το 2009, λίγο πριν σκάσει η κρίση στα κεφάλια μας, και σίγουρα όταν ακόμα η Χρυσή Αυγή φαινόταν στους πολλούς μια περιθωριακή και γραφική οργάνωση. Τώρα, όσο περνάει ο καιρός βιώνω μια αντίφαση: ενώ νιώθω να ασφυκτιώ σ’ αυτόν τον τόπο, συγχρόνως δε θέλω να το βάλω στα πόδια πια, δε θέλω να τους κάνουμε τη χάρη.
Κρήτη Λονδίνο ή Αθήνα;
Για την Κρήτη θα ήθελα να σου παραθέσω κάτι που είχα γράψει στο μπλογκ σε μία από τις πολύ σπάνιες φορές που μιλάω γι’ αυτήν: «Έτσι είναι φαίνεται κάποιοι μεγάλοι έρωτες. Να μη μπορείς να τους αντέξεις. Να μη μπορείς να σταθείς πλάι τους. Γιατί, όσο με συγκλονίζει η γεωγραφία της και ο πολιτισμός της, το κορμί και η ψυχή της δηλαδή, τόσο μόλις άνοιξα τα φτερά μου φεύγω και ξαναφεύγω μακριά της. Κι όταν μου δίνεται η ευκαιρία να γυρίσω, πάλι φεύγω.» Και νομίζω αυτό απαντάει και τα άλλα δύο. Το Λονδίνο κατάλαβα πως μου λείπει αφόρητα όταν είδα μια ταινία πρόσφατα όπου σε μία από τις ελάχιστες σκηνές από αυτή την πόλη, στη Ράσελ Σκουέαρ, και δάκρυσα. Η Αθήνα είναι ο μόνος τόπος που έχω ζήσει και δεν χάνω τον προσανατολισμό μου...
Θα έφευγες από δω αν….
Επικρατήσουν οι ναζί. Είναι ο εφιάλτης μου, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Θα ήθελες «Τα φώτα στο βάθος» να….
γίνει δώρο σε πρόσωπα αγαπημένα, να ταξιδέψει σε πλοία που φεύγουν για τα νησιά, να γδαρθεί σε βράχια, να τρυπώσουν ανάμεσα στις σελίδες του κόκκοι άμμου, να νοτιστεί από την αρμύρα, να γίνει σκίαστρο στο πρόσωπο του κορμιού που απολαμβάνει τον ήλιο και να το κλείσει ένα μεγάλο βότσαλο για να μην πάρει ο αέρας τις λέξεις του...Να γίνει αφορμή να δούμε παρέα τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα.
Είδες ποτέ τα φώτα της Λιβύης;
Με τα μάτια της ενσυναίσθησης τα είδα, όταν μεγάλωσα, και με τα μάτια της φαντασίας, παιδί. Τα είδα;
Εγώ πιστεύω ότι τα είδε. Νομίζω τα είδα και εγώ παρέα της.
enfo.gr
Όταν λοιπόν μπορείς να κρατάς στα χέρια σου επιτέλους ένα βιβλίο από αυτούς τους γραφιάδες του ίντερνετ που σου κρατάνε παρέα είναι συγκινητικό. «Τα φώτα στο βάθος» είναι το πρώτο βιβλίο της Niemands Rose που σχεδόν έρχεται να δικαιώσει όλους εμάς που φωνάζουμε ότι οι μεγάλοι λογοτέχνες της εποχής βρίσκονται στο διαδίκτυο. Το να βλέπω το ιντερνετικό της ψευδώνυμο στο εξώφυλλο εμπεριέχει προσωπική χαρά γιατί ξέρω πως η Niemands Rose είναι κάποια από μας και ήρθε η στιγμή που θα μας διηγηθεί τις ιστορίες της μέσα από το χαρτί. Τη συνάντησα ηλεκτρονικά όπως εξάλλου επιβάλει η εποχή και τα είπαμε.
Πως διάλεξες τις ιστορίες για το «Τα φώτα στο βάθος»;
Οι εκδότες μου στην «Απόπειρα» με άφησαν ελεύθερη να διαμορφώσω τη συλλογή που αποτελεί το βιβλίο, θέτοντάς μου μόνο έναν εύλογο περιορισμό ως προς την έκταση. Διάλεξα λοιπόν τα πιο αγαπημένα μου κείμενα, εξαιρώντας οπωσδήποτε τα επικαιρικά και περιλαμβάντας εκείνα που προσιδιάζουν σε διηγήματα και τα παρέταξα με έναν τρόπο ώστε να υπάρχουν υπόρρητα θεματικές ενότητες.
Είσαι στο μετρό, ο άντρας απέναντι σου βγάζει από την τσάντα του ένα βιβλίο. Διαβάζει «Τα φώτα στο βάθος». Τι σκέφτεσαι;
Δεν μου έχει τύχει ακόμα ν’ αντικρύσω αυτό το θέαμα, αλλά όταν είδα μια τέτοια φωτογραφία στη σελίδα του ΤΙΔΑΜΕΛΕ («Τι διαβάζουν οι άνθρωποι στο μετρό και στο λεωφορείο; Ε;» ), στο Facebook, δε σκέφτηκα κάτι, συγκινήθηκα. Είναι πολύ διαφορετικό συναίσθημα από το να σε διαβάζουν στο μπλογκ.
Από το πρώτο σου post στο blog μέχρι το βιβλίο πόση απόσταση είναι;
Ξεκίνησα να μπλογκάρω την εποχή που τέλειωνα το διδακτορικό μου και περνούσα μια φάση αναγκαστικής κλεισούρας στο σπίτι και στο πανεπιστήμιο. Συμπτωματικά, κάποιους μήνες πριν, είχα πάρει τη γενναία απόφαση πως σταματάω να γράφω ποιήματα και στίχους. Και μου φαινόταν γενναία η απόφαση γιατί έγραφα από εννιά χρόνων παιδάκι. Κι έτσι, δοκίμασα να γράφω μικρές αυτοτελείς ιστορίες, ανάμεσα στα άλλα. Χρησιμοποιούσα το μπλόγκιν σαν γύμνασμα στην πεζογραφία. Καθώς ζούσα στο εξωτερικό τότε, δεν επεδίωκα ο,τιδήποτε άλλο, δικτύωση, γνωριμίες κ.λ.π. Μάλιστα αυτή η συνθήκη μου έδωσε το περιθώριο μιας παιδιάστικης αφέλειας περί ψευδωνυμίας και ελευθερίας έκφρασης, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.
Πολύ σύντομα ο Άρης Μαραγκόπουλος, μου έγραψε ένα μέιλ όπου μου μίλησε για τις λογοτεχνικές αρετές που είχε διακρίνει στη γραφή μου. Αυτό ομολογώ πως με ενθάρρυνε σημαντικά γιατί δεν είναι λίγο πράγμα να εξαίρει τα πονήματά σου ένας τόσο σημαντικός συγγραφέας, τη στιγμή μάλιστα που καθόλου δε γνωρίζεστε. Έπειτα, ακολούθησαν και άλλα αξιωμένα βλέμματα και άνθρωποι από τον εκδοτικό χώρο ή συγγραφείς που με παρακίνησαν να δοικιμαστώ στο χάρτι.
Θα μου πεις, τα σχόλια των άλλων μπλογκάδων δεν είχαν αξία; Και ναι και όχι. Ας πούμε πως δεν έχει καμία αξία το σχόλιο που γίνεται στα πλαίσια μιας υποκριτικής ευγένειας, που μετέτρεπε τον χώρο του σχολιασμού σε πεδίο φιλοφρονήσεων. Ούτε έδωσα ποτέ ιδιαίτερη σημασία σε ad hominem κακοήθειες όσων διέκριναν στα γραπτά μου κάποια πολιτική αντίπαλο. Όλα τα άλλα μέτρησαν και με το παραπάνω.
Το διαδίκτυο σου προσφέρει χιλιάδες αναγνώστες, τι έρχεται να κάνει το βιβλίο;
Διαβάζοντας εκπληκτικές αφηγήσεις στην οθόνη του υπολογιστή, πάντα ένιωθα πως στερούμαι κάτι από την απόλαυση, σε μια ανάγνωση ασθματική, αποσπασματική, πρόχειρη, αγοραία, στριμωγμένη σε πίξελ και σε ανοιχτά tabs, που ψάχνει να πάρει ανάσα σε ένα βομβαρδισμό πληροφορίας. Διάβαζα αλλά ποτέ ανάσκελα στα παγκάκια και στο γρασίδι των πάρκων, ποτέ με την πλάτη στο βότσαλο, ποτέ χουχουλιασμένη σε κάποιον καναπέ με το βιβλίο αγκαλιά. Και ενώ αποδεδειγμένα δεν έχω τεχνοφοβικές αναστολές, μπορώ να πω ότι το βιβλίο –είτε πρόκειται για ebook, είτε για χαρτί- προσφέρει άλλου τύπου ανάγνωση. Ακόμη, η έκδοση ενός βιβλίου λειτουργεί και ως αυτοδέσμευση, αν κάποιος αποφασίσει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Κι εγώ κάτι έχω στα σκαριά.
Αν σου έλεγαν ότι για ένα χρόνο απαγορεύεται να γράψεις, αυτό που θα έκανες θα ήταν….
«Όσες κι αν στήσουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει». Αυτό που περιγράφεις ως ενδεχόμενο είναι ταυτόχρονα ζοφερό αλλά διορατικό. Μου θύμισες σκηνές από τους πολιτικούς κρατούμενους στα βιβλία π.χ. του Χρόνη Μίσσιου και της Διδώς Σωτηρίου, ή στο ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου «Τα κορίτσια της βροχής» όπου έβλεπες πως επινοούσαν απίθανους τρόπους για να επικοινωνούν μεταξύ τους, για να εκφράζονται. Όπως και στη «Σκακιστική νουβέλλα» του Τσβάιχ, όπου ο ήρωας φτιάχνει πιόνια από ψίχα ψωμιού για να παίξει σκάκι με τον εαυτό του, θα έβρισκα, κάποιον τρόπο.
Πώς και πού γράφεις συνήθως;
Γράφω από παιδάκι, όπως σου έλεγα, αριθμώ και δεκατέσσερις μετακομίσεις στη ζωή μου, άρα για μένα δεν υφίσταται –δυστυχώς ή ευτυχώς- κανένα «συνήθως». Αλλά ανεξαρτήτως πού, το «πώς», που πολύ σωστά ρωτάς, είναι ενιαίο και αδιαίρετο στον χώρο και τον χρόνο: γράφω για τη δική μου ηδονή. Δεν κάνεις έρωτα για τους άλλους, για τον εαυτό σου το κάνεις. And it takes two to tango και στο γράψιμο, το ζευγάρι είναι ο εαυτός μας σε μια διαλεκτική σχέση με τον κόσμο.
Γιατί μένεις στην Ελλάδα;
Η απόφασή μας να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, από το Λονδίνο όπου ζούσαμε, πάρθηκε μάλλον εν θερμώ –που δε νομίζω, με την ευκαιρία , πως είναι λάθος τρόπος να παίρνεις αποφάσεις. Κι η αφορμή ήταν πως στα τόσα χρόνια στο Λονδίνο, που είναι γνωστό πως έχει μεγάλα ποσοστά εγκληματικότητας, πρώτη φορά νιώσαμε να απειλείται η ζωή μας και του παιδιού μας από έναν σκίνχεντ νεοναζί που έτυχε να κατοικεί στο ισόγειο. Επιστρέψαμε λοιπόν το 2009, λίγο πριν σκάσει η κρίση στα κεφάλια μας, και σίγουρα όταν ακόμα η Χρυσή Αυγή φαινόταν στους πολλούς μια περιθωριακή και γραφική οργάνωση. Τώρα, όσο περνάει ο καιρός βιώνω μια αντίφαση: ενώ νιώθω να ασφυκτιώ σ’ αυτόν τον τόπο, συγχρόνως δε θέλω να το βάλω στα πόδια πια, δε θέλω να τους κάνουμε τη χάρη.
Κρήτη Λονδίνο ή Αθήνα;
Για την Κρήτη θα ήθελα να σου παραθέσω κάτι που είχα γράψει στο μπλογκ σε μία από τις πολύ σπάνιες φορές που μιλάω γι’ αυτήν: «Έτσι είναι φαίνεται κάποιοι μεγάλοι έρωτες. Να μη μπορείς να τους αντέξεις. Να μη μπορείς να σταθείς πλάι τους. Γιατί, όσο με συγκλονίζει η γεωγραφία της και ο πολιτισμός της, το κορμί και η ψυχή της δηλαδή, τόσο μόλις άνοιξα τα φτερά μου φεύγω και ξαναφεύγω μακριά της. Κι όταν μου δίνεται η ευκαιρία να γυρίσω, πάλι φεύγω.» Και νομίζω αυτό απαντάει και τα άλλα δύο. Το Λονδίνο κατάλαβα πως μου λείπει αφόρητα όταν είδα μια ταινία πρόσφατα όπου σε μία από τις ελάχιστες σκηνές από αυτή την πόλη, στη Ράσελ Σκουέαρ, και δάκρυσα. Η Αθήνα είναι ο μόνος τόπος που έχω ζήσει και δεν χάνω τον προσανατολισμό μου...
Θα έφευγες από δω αν….
Επικρατήσουν οι ναζί. Είναι ο εφιάλτης μου, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Θα ήθελες «Τα φώτα στο βάθος» να….
γίνει δώρο σε πρόσωπα αγαπημένα, να ταξιδέψει σε πλοία που φεύγουν για τα νησιά, να γδαρθεί σε βράχια, να τρυπώσουν ανάμεσα στις σελίδες του κόκκοι άμμου, να νοτιστεί από την αρμύρα, να γίνει σκίαστρο στο πρόσωπο του κορμιού που απολαμβάνει τον ήλιο και να το κλείσει ένα μεγάλο βότσαλο για να μην πάρει ο αέρας τις λέξεις του...Να γίνει αφορμή να δούμε παρέα τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα.
Είδες ποτέ τα φώτα της Λιβύης;
Με τα μάτια της ενσυναίσθησης τα είδα, όταν μεγάλωσα, και με τα μάτια της φαντασίας, παιδί. Τα είδα;
Εγώ πιστεύω ότι τα είδε. Νομίζω τα είδα και εγώ παρέα της.
enfo.gr
Σάββατο 1 Ιουνίου 2013
Παρασκευή 31 Μαΐου 2013
Βιβλιοκριτική από Γιάννη Αντάμη στο DOC TV
Λοιπόν, σας ακούω. Ποιο είναι το πρόβλημά σας; Νυστάζετε, μα ο ύπνος δε
σας κάνει την τιμή; Κοιμάστε και δεν τολμάτε να ξυπνήσετε; Δεν είστε
σίγουροι αν όλο αυτό τριγύρω σας είναι όνειρο ή πραγματικότητα; Μία
είναι η λύση: Διαβάστε! Διαβάστε καταρχάς τη στήλη αυτή, που κάθε βδομάδα θα σας συνταγογραφεί βιβλία διά
πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν και ύστερα, μετ’ ευτελείας και άνευ
μαλακίας, διαβάστε τα ίδια τα βιβλία αυτά. Και όλα θα πάνε καλά, θα
δείτε.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΝΑ ΖΟΥΝ: Il Mestiere di Vivere (επιλογή), Cesare Pavese. «Γιατί ο αληθινά ερωτευμένος επιζητεί τη συνέχεια, την ισοβιότητα των σχέσεων; Γιατί η ζωή είναι πόνος και ο έρωτας που απόλαυσες είναι το αναισθητικό. Και ποιος θα ‘θελε να ξυπνήσει στη μέση της εγχείρησης;». Το «ημερολόγιο» του μεγάλου ιταλού ποιητή, που κυκλοφόρησε δυο χρόνια μετά την εθελούσια έξοδό του από τον κόσμο ετούτο, αποτελεί έναν οδηγό επιβίωσης στις άγνωστες και μυθικές χώρες που ονομάζουμε «ύπαρξη» και «ιστορία».
Άλλοτε μιλώντας για πολιτική, άλλοτε για έρωτα, τέχνη ή θρησκεία, ο Pavese καταθέτει στις σημειώσεις του αυτές σκέψεις απλές που όλοι λίγο-πολύ έχουμε αφεθεί να δοκιμάσουμε, αλλά που λίγοι τολμούμε στα σοβαρά να τις παραδεχτούμε. «Ο έρωτας είναι στ’ αλήθεια η μεγαλύτερη επιβεβαίωση. Θέλεις να είσαι, θέλεις να σε υπολογίζουν, θέλεις -αν πρέπει να πεθάνεις- να πεθάνεις καταξιωμένος, πολύκλαυστος, κοντολογίς θέλεις να μείνεις. Και όμως, μαζί του συνδέεται πάντα η επιθυμία να πεθάνεις, ν’ αφανιστείς: μήπως επειδή είναι ο ίδιος τόσο έντονα ζωή επιβεβαιώνεται ακόμα περισσότερο η ζωή, όταν αφανίζεται μέσα του;». Άλλωστε, εκεί έγκειται και το μεγαλείο των ξεχωριστών δημιουργών: να γράφουν, δηλαδή, αυτά ακριβώς που στριμώχνονται μέσα σε όλων των κεφάλια, να λειτουργούν εντέλει ως μία πανανθρώπινη συνείδηση. Να μας παρακινούν να κάνουμε το προφανές, να ζήσουμε. Γιατί «μία και μόνο ηδονή υπάρχει, να είσαι ζωντανός, όλα τ’ άλλα είναι αθλιότητα».
Αυτά που λέτε για τη ζωή. Όσοι θεωρείτε πως δεν το κατέχετε το σπορ, μελετήστε προσεκτικά τους στοχασμούς του φίλου μας του Cesare και μην κάνετε το λάθος να προσπεράσετε βιαστικά την εισαγωγή του Κονδύλη, του οποίου τα φιλοσοφικά «support» στα έργα που έχει μεταφράσει κάποτε θα πρέπει να εκδοθούν και αυτοτελώς. Il Mestiere di Vivere (επιλογή)», Cesare Pavese, εκδ. Στιγμή (1993) , από τη σειρά Στοχασμοί, μετάφραση Παναγιώτης Κονδύλης.
ΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΔΙΑΒΑΖΕΙ (ΕΚ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΩΝ): Τίτλος, Σοφία Σταματίου, εκδ. Γαβριηλίδης. Η δεύτερη συλλογή της πολυμήχανης ποιήτριας και εικαστικού από τη Θεσσαλονίκη. Λίγη Σοφία «διακριτικού σήματος»: «Με τι ασχολείσαι;/ Οργανοπαίχτης!/ Συστρέφω, περιστρέφω/ διαστέλλω και συστέλλω/ τα όργανά μου./ Να πάρουν/ έστω μια κάποια μορφή/ που να κολακεύει/ το πώς/ τις μέρες μου περνώ». Τα φώτα στο βάθος, Niemands Rose, εκδ. Απόπειρα. Το πρώτο βιβλίο της αγαπημένης Niemands Rose (Του κανενός το ρόδο) είναι μια συλλογή «αφηγήσεων μικρού μήκους», όπου η συγγραφέας φαίνεται να κρατάει από το μπλογκερό της παρελθόν το ψηφιακό της ψευδώνυμο και τη βαθιά και ακαταμάχητη πολιτική της ματιά σε όσα συμβαίνουν ή δε συμβαίνουν γύρω μας, ενώ κατά τα άλλα προχωράει σε αυτό που πρέπει και που γουστάρει τελικά: κάνει λογοτεχνία! Μακράν το σημαντικότερο ελληνικό βιβλίο που έπεσε στα χέρια του ιατρείου από τότε που άρχισε να συνταγογραφεί.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΝΑ ΖΟΥΝ: Il Mestiere di Vivere (επιλογή), Cesare Pavese. «Γιατί ο αληθινά ερωτευμένος επιζητεί τη συνέχεια, την ισοβιότητα των σχέσεων; Γιατί η ζωή είναι πόνος και ο έρωτας που απόλαυσες είναι το αναισθητικό. Και ποιος θα ‘θελε να ξυπνήσει στη μέση της εγχείρησης;». Το «ημερολόγιο» του μεγάλου ιταλού ποιητή, που κυκλοφόρησε δυο χρόνια μετά την εθελούσια έξοδό του από τον κόσμο ετούτο, αποτελεί έναν οδηγό επιβίωσης στις άγνωστες και μυθικές χώρες που ονομάζουμε «ύπαρξη» και «ιστορία».
Άλλοτε μιλώντας για πολιτική, άλλοτε για έρωτα, τέχνη ή θρησκεία, ο Pavese καταθέτει στις σημειώσεις του αυτές σκέψεις απλές που όλοι λίγο-πολύ έχουμε αφεθεί να δοκιμάσουμε, αλλά που λίγοι τολμούμε στα σοβαρά να τις παραδεχτούμε. «Ο έρωτας είναι στ’ αλήθεια η μεγαλύτερη επιβεβαίωση. Θέλεις να είσαι, θέλεις να σε υπολογίζουν, θέλεις -αν πρέπει να πεθάνεις- να πεθάνεις καταξιωμένος, πολύκλαυστος, κοντολογίς θέλεις να μείνεις. Και όμως, μαζί του συνδέεται πάντα η επιθυμία να πεθάνεις, ν’ αφανιστείς: μήπως επειδή είναι ο ίδιος τόσο έντονα ζωή επιβεβαιώνεται ακόμα περισσότερο η ζωή, όταν αφανίζεται μέσα του;». Άλλωστε, εκεί έγκειται και το μεγαλείο των ξεχωριστών δημιουργών: να γράφουν, δηλαδή, αυτά ακριβώς που στριμώχνονται μέσα σε όλων των κεφάλια, να λειτουργούν εντέλει ως μία πανανθρώπινη συνείδηση. Να μας παρακινούν να κάνουμε το προφανές, να ζήσουμε. Γιατί «μία και μόνο ηδονή υπάρχει, να είσαι ζωντανός, όλα τ’ άλλα είναι αθλιότητα».
Αυτά που λέτε για τη ζωή. Όσοι θεωρείτε πως δεν το κατέχετε το σπορ, μελετήστε προσεκτικά τους στοχασμούς του φίλου μας του Cesare και μην κάνετε το λάθος να προσπεράσετε βιαστικά την εισαγωγή του Κονδύλη, του οποίου τα φιλοσοφικά «support» στα έργα που έχει μεταφράσει κάποτε θα πρέπει να εκδοθούν και αυτοτελώς. Il Mestiere di Vivere (επιλογή)», Cesare Pavese, εκδ. Στιγμή (1993) , από τη σειρά Στοχασμοί, μετάφραση Παναγιώτης Κονδύλης.
ΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΔΙΑΒΑΖΕΙ (ΕΚ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΩΝ): Τίτλος, Σοφία Σταματίου, εκδ. Γαβριηλίδης. Η δεύτερη συλλογή της πολυμήχανης ποιήτριας και εικαστικού από τη Θεσσαλονίκη. Λίγη Σοφία «διακριτικού σήματος»: «Με τι ασχολείσαι;/ Οργανοπαίχτης!/ Συστρέφω, περιστρέφω/ διαστέλλω και συστέλλω/ τα όργανά μου./ Να πάρουν/ έστω μια κάποια μορφή/ που να κολακεύει/ το πώς/ τις μέρες μου περνώ». Τα φώτα στο βάθος, Niemands Rose, εκδ. Απόπειρα. Το πρώτο βιβλίο της αγαπημένης Niemands Rose (Του κανενός το ρόδο) είναι μια συλλογή «αφηγήσεων μικρού μήκους», όπου η συγγραφέας φαίνεται να κρατάει από το μπλογκερό της παρελθόν το ψηφιακό της ψευδώνυμο και τη βαθιά και ακαταμάχητη πολιτική της ματιά σε όσα συμβαίνουν ή δε συμβαίνουν γύρω μας, ενώ κατά τα άλλα προχωράει σε αυτό που πρέπει και που γουστάρει τελικά: κάνει λογοτεχνία! Μακράν το σημαντικότερο ελληνικό βιβλίο που έπεσε στα χέρια του ιατρείου από τότε που άρχισε να συνταγογραφεί.
Πέμπτη 30 Μαΐου 2013
Παρουσίαση βιβλίου >> Το κουτί της Πανδώρας
Άμστερνταμ, Κρήτη, Λονδίνο, Δουβλίνο, Βραζιλία, Αθήνα. Και πού δεν
μας ταξιδεύει η συλλογή διηγημάτων «Τα φώτα στο βάθος» της γνωστής
μπλόγκερ Niemands Rose, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Απόπειρα». Μέσα
από 38 αφηγήματα «μικρού μήκους» η συγγραφέας, κείμενα της οποίας έχουν
δημοσιευτεί στην «Ελευθεροτυπία» και στην «Αυγή», στην ουσία κάνει μια
αποδελτίωση ταξιδιών σε πόλεις, σε χωριά, σε παραλίες, σε γραφεία και σε
διάφορους άλλους χώρους.
Καλοκαίρι. Καθώς χαράζει στο Άμστερνταμ, ένα πτώμα ξεβράζεται στις όχθες του ποταμού. Ένας Βραζιλιάνος μετανάστης πέφτει νεκρός από τις σφαίρες της βρετανικής αστυνομίας. Η μέρα προχωράει. Καύσωνας και οχλαγωγία. Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλει σε κάποια πλαζ επιβάλλοντας ενός λεπτού σιγή. Σουρουπώνει. Από τον ορό τού γέροντα, που δεν περιμένει επισκεπτήριο, στάζει στάλα στάλα η μοναξιά. Τη νύχτα, στη νότια Κρήτη, μια μαμά με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει τα φώτα της Λιβύης στο βάθος του ορίζοντα. Χειμωνιάζει, ένα χαλίκι θα σφηνώσει στους αρμούς του παπουτσιού της και θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μια συλλογή από βότσαλα. Μία κυρία συλλαμβάνεται από τους σεκιουριτάδες ενός πολυκαταστήματος στο γιορτινό Δουβλίνο, καθώς κλέβει μια κασετίνα, ενώ ο υπερτυχερός ενός λαχείου κρεμάει την ταμπέλα hunger στο Στραντ της μητρόπολης.
Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ. Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ. Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή τής Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ’ ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία της Πρωτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Απόκριας. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου. Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ.
Καλοκαίρι. Καθώς χαράζει στο Άμστερνταμ, ένα πτώμα ξεβράζεται στις όχθες του ποταμού. Ένας Βραζιλιάνος μετανάστης πέφτει νεκρός από τις σφαίρες της βρετανικής αστυνομίας. Η μέρα προχωράει. Καύσωνας και οχλαγωγία. Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλει σε κάποια πλαζ επιβάλλοντας ενός λεπτού σιγή. Σουρουπώνει. Από τον ορό τού γέροντα, που δεν περιμένει επισκεπτήριο, στάζει στάλα στάλα η μοναξιά. Τη νύχτα, στη νότια Κρήτη, μια μαμά με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει τα φώτα της Λιβύης στο βάθος του ορίζοντα. Χειμωνιάζει, ένα χαλίκι θα σφηνώσει στους αρμούς του παπουτσιού της και θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μια συλλογή από βότσαλα. Μία κυρία συλλαμβάνεται από τους σεκιουριτάδες ενός πολυκαταστήματος στο γιορτινό Δουβλίνο, καθώς κλέβει μια κασετίνα, ενώ ο υπερτυχερός ενός λαχείου κρεμάει την ταμπέλα hunger στο Στραντ της μητρόπολης.
Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ. Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ. Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή τής Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ’ ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία της Πρωτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Απόκριας. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου. Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ.
Δευτέρα 27 Μαΐου 2013
Βιβλιοκριτική από Costinho
Στο τέλος να θυμηθείς να μου κλείσεις τρυφερά τα βλέφαρα
για να μπορέσω να ξαναδώ καμιά ικμάδα φωτός
Ν.
Υπάρχουν αναγνώσματα που βρίσκεις στη γραφή τους μια περίτεχνη σπουδή, ένα συναρπαστικό πάντρεμα των λέξεων και μια μουσική ροή των στίξεων -καθώς ίσως και άλλες αρετές στις διάφορες αναγνώσεις τους- αλλά που αν τα πιάσεις και τα στίψεις δεν θα βγάλουν ούτε μια σταγόνα αίμα. Σε αυτή την κατηγορία λοιπόν, σίγουρα δεν ανήκουν τα γραπτά της Niemands Rose. Όχι φυσικά επειδή τους λείπει η σπουδή και τα θελκτικά παντρέματα, αλλά επειδή κάθε σελίδα τους, κάθε σημείο στίξης, θαρρείς πως είναι βουτηγμένο στο αίμα· κι αν όχι στο κυριολεκτικό αίμα -πολύ μοβόρικο άλλωστε για μια Κυρία των επεξεργασμένων βλεμμάτων- νιώθεις σίγουρα να μυρίζουν ως τεκμήρια μιας αλήθειας ή, καλύτερα, πολλών αληθειών ταυτόχρονα -ακόμα και αντιφατικών μεταξύ τους- που πρώτο τους μέλημα προκειμένου να αναπνεύσουν στον κόσμο είναι να βιωθούν και να μετουσιωθούν εντελώς φυσικά, χωρίς καμία βιάση, σε σκέψη και ανάμνηση. Μια ανάμνηση που δεν έχει κανένα κοινό τόπο ούτε με νοσταλγία, ούτε με αναπόληση, ούτε καν με κάτι πεπερασμένο, κεκτημένο ή ξεχασμένο. Οι αναμνήσεις από την κοινή ζωή μας άλλωστε δεν είναι παρά υποσχέσεις για τον κοινό μας βίο, για τον καιρό που η ζωή θα έχει γίνει βίος και όλα τα ανταμώματα θα μνημονεύονται σαν κεφάλαια μιας ντοστογεφσκικής εποποιίας. Η ανάμνηση ως αποκλειστική υπόθεση του μέλλοντος. Και η Niemands δεν κάνει κάτι άλλο παρά αυτό ακριβώς. Να περιγράφει με κάθε συγκλονιστικά ακριβή λεπτομέρεια αυτό που ζήσαμε όλοι μαζί, όταν ακόμα μπορούσαμε να εννοήσουμε ένα κάποιο όλοι μαζί, όταν μπορούσαμε να το βιώσουμε έστω στις άκρες του, όταν ακόμα αυτό έδινε εικόνες και τροφή στη ζωή του καθενός, χαράζοντας γραμμές και συνθήκες που θα έδιναν σχήμα στη ζωή που ονειρευόμαστε να ζήσουμε. Σ'αυτή τη ζωή όμως, κι όχι σε κάποια άλλη, ματαιωμένη.
Έτσι, ξορκίζονται πρώτα οι ασχήμιες που περνάνε μπροστά από το βλέμμα, αναθεματίζεται κάθε στιγμή που μας απαγόρευσε να υπάρξουμε, εικονοποιείται με σχεδόν ευλαβική καρτερία κάθε σκοτάδι που υπομείναμε, προκειμένου να έχουμε κάθε αξίωση να δούμε κάποτε το φως που βγαίνει από το βάθος του ορίζοντα. Μοιάζει με ρομαντική φιλολογία όλο αυτό, αλλά δεν είναι -ή, τελοσπάντων, αν είναι, είναι όλη δική μου. Οι λέξεις των μικρών αφηγήσεων της Niemands -οιαφηγήσεις μικρού μήκους, όπως πιο εύγλωττα θέτει ο υπότιτλος του βιβλίου- είναι μακράν πιο συγκεκριμένες και σαφείς σε κάθε νόημά τους, φανερό και κρυφό. Ελλειπτικές όταν απαιτεί από τον αναγνώστη να διεκδικήσει ένα χώρο στο -κοινό- βίωμα, περιγραφικές όταν η εικόνα απλώς επιθυμεί να ανοιχτεί μπροστά στα βλέμματά μας, για να επιβεβαιώσουμε ότι πράγματι υπήρξαν στοιχεία της κοινής ζωής, ακόμα κι αν δεν το αποφανθεί ο αρχαιολόγος που θα ανακαλύπτει τα κουφάρια μας μετά από αιώνες ιστορίας και λέξεων. Υπάρχουν αφηγήσεις εδώ μέσα που κάνουν ακόμα και τις ματαιώσεις μας να ματώνουν, που ηχούν σκληρά στις κεραίες μας, που μας ξεβολεύουν από το βίωμα και τη θέρμη του, που ανακαλούν τη θέρμη όταν τη χρειαζόμαστε καταφύγιο και οδηγό, λόγια που η ηχώ τους δεν έγινε συνήθεια, που δεν επαίρονται ότι δίνουν εξηγήσεις πάντοτε και σε όλα, που δεν κυριεύονται από καμία ματαιότητα και ματαιοδοξία. Όλα στη θέση τους τοποθετημένα, τόσο ελαφρά κι επώδυνα. Άλλοτε ελαφρά, άλλοτε επώδυνα· πάντα εντός μας. Κι αν ξεχωρίζει κάτι στη γραφή της Niemands και στο πρώτο τούτο τυπωμένο παιδί της, είναι η καθαρότητα απέναντι σ'ό,τι μας περιβάλλει, κάτι που τελικά συνιστά μια πολύ γενναία στάση, η οποία μέχρι τώρα ασφυκτιούσε -και ασφυκτιά- στα πίξελ και στα σαμπσκράημπ. Οι λέξεις της γενιάς μας -της όποιας γενιάς μπορεί να αναζητήσει ένα πρόσωπο στο κοινό βίωμα και όνειρο- επιτέλους γράφονται, συντάσσονται οι ματαιώσεις δίπλα στα όνειρα, ξεκαθαρίζουμε τις προσδοκίες και τις δυνάμεις, θυμόμαστε ξανά τους λόγους να υπάρχουμε, τους λόγους να γράφουμε, να μοιραζόμαστε, να παίρνουμε τηλέφωνο για να πούμε τα τελευταία ανέκδοτα, να κανονίζουμε τις διακοπές μας δύο μήνες πριν, να σχεδιάζουμε παρέες, να μην αναβάλλουμε την ομορφιά, να μην κουβαλάμε τις χαρές ως ενοχές, να μην μασάμε από νόμους και βουλές, να αφηνόμαστε στην Κυριακή -στο ξένο σπίτι των δικών μας ανθρώπων- να αρπαζόμαστε μεταξύ μας για την υποσημείωση του βιώματος ανάμεσα σε ψευδώνυμα και περσόνες, αλλά να παραδινόμαστε άνευ ορίων και όρων στο μεγάλο του καλοκαίρι.
Όλα αυτά συνιστούν δικές μου προβολές και σκέψεις. Το βιβλίο λέγεται Τα φώτα στο βάθος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα, κοστίζει σχεδόν 10 ευρώ, διαβάζεται με μια πνοή, θάβεται στην παραλία για να το βρουν οι ράθυμοι ταξιδιώτες της άμμου, καθώς θα χώνουν τα πόδια τους μέσα για να βρουν κι άλλο καλοκαίρι και που όλο σκαλίζουν πιο βαθιά μέχρι να βρουν αυτά τα φώτα. Το βιβλίο επίσης ξηγιέται απείρως πιο πηγαία από τις δικές μου προβολές. Οκ, λίγο περήφανος και κομπασμένος που το εξώφυλλο πέρασε από τα χεράκια μου. Απείρως πιο περήφανος και κομπασμένος για τις σελίδες και τις λέξεις του. Και που η σύνταξή τους κόστισε μια φιλία. Μια φιλία παραπάνω.
Κυριακή 26 Μαΐου 2013
Βιβλιοπαρουσίαση και κλήρωση αντιτύπων ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ 105.5
Στην εκπομπή "Δυο γάιδαροι μαλώνανε" με τους Γιάννη Ανδρουλιδάκη και Βαγγέλη Καραγεώργο.
24/5/2013
24/5/2013
Συνέντευξη στο MadeinCreta
Η γνωστή blogger, η οποία διατηρεί εδώ και έξι χρόνια το blog "Του κανενός το ρόδο" εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Τα φώτα στο βάθος» (Εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ).
Με αφορμή το ταξίδι του νέου αυτού βιβλίου, η Niemands Rose μιλά στο MadeinCreta για τη συγγραφική της δραστηριότητα, τον… κόσμο των bloggers και την ψευδωνυμία που έχει επιλέξει συνειδητά. Η Niemands Rose έχει γεννηθεί στο Ηράκλειο. Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Λονδίνο και έχει συνεργαστεί με διάφορες εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις (την Ελευθεροτυπία, την Αυγή και τα «Ενθέματα», το μπαχάρ κ.ά.). Κείμενά της περιλαμβάνονται στο συλλογικό έργο Ανθολόγιον Ιστολόγιον (ψηφιακή έκδοση, 2012).
Πώς προέκυψε το βιβλίο; Ξεκίνησα να γράφω από εννιά χρόνων, αρχικά ποιήματα, αργότερα στίχους, παραμύθια έπειτα και κατέληξα στην πεζογραφία. Επίσης, έγραψα και κατέθεσα μία διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ενώ ξεκίνησα να αρθρογραφώ πριν επτά χρόνια, αρχικά σε τοπική εφημερίδα και σήμερα στην Ελευθεροτυπία, στην Αυγή κ.λ.π. Με όλα αυτά, θέλω να πω πως η γραφή ήταν από πάντα συνυφασμένη με τη ζωή μου, και επιδόθηκα σε αρκετά είδη της. Το βιβλίο επομένως προέκυψε με πολύ φυσικό τρόπο μέσα από την πορεία μου, μετά από παρότρυνση ανθρώπων που κινούνται στον χώρο των εκδόσεων.
Γιατί επέλεξες το ψευδώνυμο; Όταν το 2007 αποφάσισα να ανοίξω κάποιο blog με είχε συγκλονίσει η ποίηση του Παούλ Τσελάν, του γερμανοεβραίου ποιητή που έζησε τη θηριωδία των στρατόπεδων συγκέντρωσης των ναζί. Το Niemandsrose, που σημαίνει «κανενός το ρόδο» είναι φράση από ποίημά του και τίτλος συλλογής στα ελληνικά (εκδόσεις Άγρα). Στο social media συνηθίζεται η ψευδωνυμία για λόγους που δεν είναι εφικτό να αναλύσω εδώ. Με δυο λόγια, η ψευδωνυμία στα blogs παρέχει σημαντική ελευθερία έκφρασης, πέρα από ταμπού, καθωσπρεπισμούς και στρογγυλεμένες πολιτικές θέσεις. Από κει και πέρα, θα ήθελα, με την ευκαιρία, να θυμίσω πως η χρήση ψευδώνυμου είναι κάτι που συνηθίζεται στην τέχνη και στα γράμματα. Αρκεί να αναφέρω ελάχιστα παραδείγματα από την ελληνική λογοτεχνία που έγραφαν σταθερά με ψευδώνυμο, όπως ο Κοσμάς Πολίτης, ο Καραγάτσης, ο Τσίρκας, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Μυριβήλης, η Μυρτιώτισσα κ.α., ενώ υπήρξαν συγγραφείς που χρησιμοποιούσαν πολλαπλά ψευδώνυμα, σύμφωνα με το βιβλίο του Κυριάκου Ντελόπουλου «Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα». Ενδεικτικά, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Χρήστος Χρηστοβασίλης εμφανίζονται με 38 διαφορετικές υπογραφές, Εμμανουήλ Ροΐδης με 33 και ο Κωστής Παλαμάς με 19 κ.α.
Δε σε ενδιαφέρει η αναγνώριση; Αυτή η ερώτηση είναι πολύ εύστοχη, γιατί μου δίνει αφορμή να πω ότι η ψευδωνυμία προστατεύει τον συγγραφέα, κατά κάποιο τρόπο, από το τέρας της ματαιοδοξίας, με την έννοια ότι μπορεί να διαχωρίσει την καλλιτεχνική του ταυτότητα από την καθημερινότητά του. Δεν είναι ανάγκη, για παράδειγμα, να κουβαλάω την αναγνώριση που μπορεί να έχω σε ένα τομέα της ζωής του σε άλλους τομείς. Δεν γίνομαι καλύτερος άνθρωπος έτσι.
Μίλησέ μου για τον κόσμο των bloggers. Είναι παρεξηγημένοι τελικά; Δεν υφίσταται κανένας ξεχωριστός κόσμος που αποτελείται από συγκεκριμένο είδος ανθρώπων. Όποιος έχει πρόσβαση στο ίντερνετ και δεν έχει τεχνοφοβικές αναστολές μπορεί να συμμετάσχει στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης στον ένα βαθμό ή στον άλλο. Αλλά όπως κάθε συστηματική συνάθροιση ανθρώπων είναι δυνατόν να δημιουργήσει δυναμικές ομάδας και κοινωνικού δικτύου. Συγκεκριμένα για τα μπλόγκζ, που με ρωτάτε, γνώρισαν σημαντική άνοδο πριν εμφανιστούν άλλες πλατφόρμες των σόσιαλ μήντια, όπως το facebook, το twitter κλπ. Πλέον, έχω την αίσθηση πως είναι μια μόδα που πέρασε και παραμένουν ενεργά τα μπλογκζ που είτε είναι ειδησεογραφικά ή ανήκουν στους κατεξοχήν γραφιάδες, αυτούς που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να γράφουν.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ Καλοκαίρι. Καθώς χαράζει στο Άμστερνταμ, ένα πτώμα ξεβράζεται στις όχθες του ποταμού. Ένας Βραζιλιάνος μετανάστης πέφτει νεκρός από τις σφαίρες της βρετανικής αστυνομίας. Η μέρα προχωράει. Καύσωνας και οχλαγωγία. Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλει σε κάποια πλαζ επιβάλλοντας ενός λεπτού σιγή. Σουρουπώνει. Από τον ορό τού γέροντα, που δεν περιμένει επισκεπτήριο, στάζει στάλα στάλα η μοναξιά. Τη νύχτα, στη νότια Κρήτη, μια μαμά με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει τα φώτα της Λιβύης στο βάθος του ορίζοντα. Χειμωνιάζει, ένα χαλίκι θα σφηνώσει στους αρμούς του παπουτσιού της και θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μια συλλογή από βότσαλα. Μία κυρία συλλαμβάνεται από τους σεκιουριτάδες ενός πολυκαταστήματος στο γιορτινό Δουβλίνο, καθώς κλέβει μια κασετίνα, ενώ ο υπερτυχερός ενός λαχείου κρεμάει την ταμπέλα hunger στο Στραντ τής μητρόπολης. Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ. Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ. Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή τής Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ’ ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία της Πρωτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Απόκριας. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου. Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ.
Με αφορμή το ταξίδι του νέου αυτού βιβλίου, η Niemands Rose μιλά στο MadeinCreta για τη συγγραφική της δραστηριότητα, τον… κόσμο των bloggers και την ψευδωνυμία που έχει επιλέξει συνειδητά. Η Niemands Rose έχει γεννηθεί στο Ηράκλειο. Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Λονδίνο και έχει συνεργαστεί με διάφορες εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις (την Ελευθεροτυπία, την Αυγή και τα «Ενθέματα», το μπαχάρ κ.ά.). Κείμενά της περιλαμβάνονται στο συλλογικό έργο Ανθολόγιον Ιστολόγιον (ψηφιακή έκδοση, 2012).
Πώς προέκυψε το βιβλίο; Ξεκίνησα να γράφω από εννιά χρόνων, αρχικά ποιήματα, αργότερα στίχους, παραμύθια έπειτα και κατέληξα στην πεζογραφία. Επίσης, έγραψα και κατέθεσα μία διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ενώ ξεκίνησα να αρθρογραφώ πριν επτά χρόνια, αρχικά σε τοπική εφημερίδα και σήμερα στην Ελευθεροτυπία, στην Αυγή κ.λ.π. Με όλα αυτά, θέλω να πω πως η γραφή ήταν από πάντα συνυφασμένη με τη ζωή μου, και επιδόθηκα σε αρκετά είδη της. Το βιβλίο επομένως προέκυψε με πολύ φυσικό τρόπο μέσα από την πορεία μου, μετά από παρότρυνση ανθρώπων που κινούνται στον χώρο των εκδόσεων.
Γιατί επέλεξες το ψευδώνυμο; Όταν το 2007 αποφάσισα να ανοίξω κάποιο blog με είχε συγκλονίσει η ποίηση του Παούλ Τσελάν, του γερμανοεβραίου ποιητή που έζησε τη θηριωδία των στρατόπεδων συγκέντρωσης των ναζί. Το Niemandsrose, που σημαίνει «κανενός το ρόδο» είναι φράση από ποίημά του και τίτλος συλλογής στα ελληνικά (εκδόσεις Άγρα). Στο social media συνηθίζεται η ψευδωνυμία για λόγους που δεν είναι εφικτό να αναλύσω εδώ. Με δυο λόγια, η ψευδωνυμία στα blogs παρέχει σημαντική ελευθερία έκφρασης, πέρα από ταμπού, καθωσπρεπισμούς και στρογγυλεμένες πολιτικές θέσεις. Από κει και πέρα, θα ήθελα, με την ευκαιρία, να θυμίσω πως η χρήση ψευδώνυμου είναι κάτι που συνηθίζεται στην τέχνη και στα γράμματα. Αρκεί να αναφέρω ελάχιστα παραδείγματα από την ελληνική λογοτεχνία που έγραφαν σταθερά με ψευδώνυμο, όπως ο Κοσμάς Πολίτης, ο Καραγάτσης, ο Τσίρκας, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Μυριβήλης, η Μυρτιώτισσα κ.α., ενώ υπήρξαν συγγραφείς που χρησιμοποιούσαν πολλαπλά ψευδώνυμα, σύμφωνα με το βιβλίο του Κυριάκου Ντελόπουλου «Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα». Ενδεικτικά, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Χρήστος Χρηστοβασίλης εμφανίζονται με 38 διαφορετικές υπογραφές, Εμμανουήλ Ροΐδης με 33 και ο Κωστής Παλαμάς με 19 κ.α.
Δε σε ενδιαφέρει η αναγνώριση; Αυτή η ερώτηση είναι πολύ εύστοχη, γιατί μου δίνει αφορμή να πω ότι η ψευδωνυμία προστατεύει τον συγγραφέα, κατά κάποιο τρόπο, από το τέρας της ματαιοδοξίας, με την έννοια ότι μπορεί να διαχωρίσει την καλλιτεχνική του ταυτότητα από την καθημερινότητά του. Δεν είναι ανάγκη, για παράδειγμα, να κουβαλάω την αναγνώριση που μπορεί να έχω σε ένα τομέα της ζωής του σε άλλους τομείς. Δεν γίνομαι καλύτερος άνθρωπος έτσι.
Μίλησέ μου για τον κόσμο των bloggers. Είναι παρεξηγημένοι τελικά; Δεν υφίσταται κανένας ξεχωριστός κόσμος που αποτελείται από συγκεκριμένο είδος ανθρώπων. Όποιος έχει πρόσβαση στο ίντερνετ και δεν έχει τεχνοφοβικές αναστολές μπορεί να συμμετάσχει στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης στον ένα βαθμό ή στον άλλο. Αλλά όπως κάθε συστηματική συνάθροιση ανθρώπων είναι δυνατόν να δημιουργήσει δυναμικές ομάδας και κοινωνικού δικτύου. Συγκεκριμένα για τα μπλόγκζ, που με ρωτάτε, γνώρισαν σημαντική άνοδο πριν εμφανιστούν άλλες πλατφόρμες των σόσιαλ μήντια, όπως το facebook, το twitter κλπ. Πλέον, έχω την αίσθηση πως είναι μια μόδα που πέρασε και παραμένουν ενεργά τα μπλογκζ που είτε είναι ειδησεογραφικά ή ανήκουν στους κατεξοχήν γραφιάδες, αυτούς που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να γράφουν.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ Καλοκαίρι. Καθώς χαράζει στο Άμστερνταμ, ένα πτώμα ξεβράζεται στις όχθες του ποταμού. Ένας Βραζιλιάνος μετανάστης πέφτει νεκρός από τις σφαίρες της βρετανικής αστυνομίας. Η μέρα προχωράει. Καύσωνας και οχλαγωγία. Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλει σε κάποια πλαζ επιβάλλοντας ενός λεπτού σιγή. Σουρουπώνει. Από τον ορό τού γέροντα, που δεν περιμένει επισκεπτήριο, στάζει στάλα στάλα η μοναξιά. Τη νύχτα, στη νότια Κρήτη, μια μαμά με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει τα φώτα της Λιβύης στο βάθος του ορίζοντα. Χειμωνιάζει, ένα χαλίκι θα σφηνώσει στους αρμούς του παπουτσιού της και θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μια συλλογή από βότσαλα. Μία κυρία συλλαμβάνεται από τους σεκιουριτάδες ενός πολυκαταστήματος στο γιορτινό Δουβλίνο, καθώς κλέβει μια κασετίνα, ενώ ο υπερτυχερός ενός λαχείου κρεμάει την ταμπέλα hunger στο Στραντ τής μητρόπολης. Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ. Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ. Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή τής Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ’ ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία της Πρωτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Απόκριας. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου. Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ.
Τετάρτη 22 Μαΐου 2013
Βιβλιοκριτική στο Luben
Στη Niemands Rose ανήκουν δύο από τα ωραιότερα κείμενα που έχουμε δημοσιεύσει σ' αυτό το σάιτ: μία ονειρική ανασκόπηση της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα με τίτλο “Όλα 090” και μία μελαγχολική πλην στιβαρή ματία στην καθημερινή συμβίωση με τον φόβο μέσα απ' τον “Μικρό Προφήτη στη Μέκκα του Τρόμου”. Οι περισσότεροι όμως δεν θα περίμεναν εμάς για να μάθουν τη Niemands Rose. Διατηρεί εδώ και χρόνια ένα δημοφιλές blog υψηλής ποιότητας, με τις δημοσιεύσεις της συχνά να εκτινάσσονται σε όλο το ελληνικό διαδίκτυο, ενώ κείμενα της συναντάει κανείς και σε έντυπα όπως η Ελευθεροτυπία, η Αυγή, το μπαχάρ κ.α.
Θα ήταν αδικία να ονομάσουμε τη γραφή της Niemands “blogging”. Ο όρος φυλάσσεται συνήθως για προσωπικά ημερολόγια και χώρους ψηφιακής φιλοξενίας ψυχανεμισμάτων, που έχουν διαμορφώσει έναν πολύ συγκεκριμένο κώδικα μετάδοσης της πληροφορίας. Τα κείμενα των μπλογκς είθισται να είναι είτε γρήγορα και αποσπασματικά, με προτίμηση στην αυτόματη γραφή, ή portfolio των φιλοδοξιών του μπλόγκερ να γίνει δημοσιογράφος, συγγραφέας, ποιητής, κριτικός μόδας ή ό,τι άλλο. Ελάχιστοι άνθρωποι επιχειρούν να εξερευνήσουν τη φόρμα του μπλόγκινγκ, να δουν τι έχει να επιστρέψει στην τέχνη της γραφής· οι περισσότεροι δε, αρκούνται στην κολύμβηση παράλληλα με τη ροή του ποταμού πληροφορίας όπως αυτή έχει ήδη ρυθμιστεί.
Η Niemands, ωστόσο, ανήκει αναμφίβολα στο κομμάτι των εξερευνητών. Ενσωματώνει τα στοιχεία της επικαιρότητας, της ταχύτητας και της προσωπικής έκθεσης, χωρίς να αφήνει τον εαυτό της να ξεχάσει την αξία της κομψής γραφής. Η επιρροή από τη λογοτεχνική παράδοση είναι εμφανής σε κάθε κείμενό της, όχι ως περιττή φανφάρα που έρχεται για να καταπνίξει την αμεσότητα, αλλά ως καταλύτης προκειμένου να καταστήσει τη διαδικασία της ανάγνωσης απολαυστική, αναδεικνύοντας παράλληλα τη ματιά στο Όμορφο που γεννάει τους προβληματισμούς της. Καθιερώνει έτσι έναν δικό της τρόπο γραφής που δεν αποτελεί ούτε προσπάθεια να αναπαράγει θεσπισμένα στάνταρ άλλων εποχών, ούτε βεβιασμένη απόπειρα να ονομαστεί με το ζόρι πρωτοπορία. Είναι απλά η λογοτεχνία της εποχής του ανθρώπου που γράφει, παρότι η χρήση του επιρρήματος “απλά” σε μία τέτοια περίπτωση είναι βαρέως καταχρηστική.
Τα “φώτα στο βάθος” δεν είναι “το βιβλίο ενός μπλόγκερ”. Είναι η επιστροφή μίας δουλεμένης γραφής στον οικείο της χώρο των δεμένων σελίδων, με σαφή αντανάκλαση στο περιεχόμενο. Μικρής έκτασης αφηγήματα που μπορούν με την ίδια ευκολία να διαβαστούν ως μυθιστορία ή κοινωνική κριτική, με χαρακτήρες που χάνονται ως υποστάσεις, αφήνοντας πίσω μόνο την αρχετυπική τους προέλευση. Τα δεκάδες πρόσωπα που παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου δεν είναι εκεί για να παγιωθούν ως φιγούρες, αλλά για να αποτελέσουν πρόσκαιρα οχήματα των κοινωνικών πτυχών που η Niemands θέλει να ξεχωρίσει από το συγκεχυμένο όλον που βλέπουμε καθημερινά. Η προδικασμένη ημερομηνία λήξης τους ως “φυσικά” πρόσωπα γίνεται άλλωστε εμφανής μέσα από την ευκολία με την οποία πεθαίνουν, είτε εντός των μικρο-ιστοριών ή πηγαίνοντας από το ένα κείμενο στο άλλο.
Η λογοτεχνία απαιτεί τουλάχιστον τέσσερεις διαστάσεις: έναν χώρο μήκους-πλάτους-ύψους να τοποθετηθεί και έναν χρόνο μέσα στον οποίον υπάρχει η πλοκή. Η αξιόλογη λογοτεχνία θέτει ως προϋπόθεση και μία πέμπτη, που είναι πιο μυστηριώδης, πιο αινιγματική, μοναδική σε κάθε λογοτέχνημα και στην οποία οφείλει κάθε φορά την καλλιμορφία της. Εν προκειμένω, η πέμπτη διάσταση του κάθε κειμένου στα “φώτα στο βάθος” είναι η πτυχή στην οποία απλώνεται το επεξεργασμένο υλικό της καθημερινής ζωής: διαδεδομένες συμπεριφορές, συλλογικά αισθήματα και προβληματισμούς, το δέος των πολιτικοκοινωνικών αλλαγών τα τελευταία χρόνια, δημοφιλείς και λιγότερο δημοφιλείς συνήθειες του κόσμου, την εμπειρία του έρωτα και της μητρότητας, τη μουσική, τα γλέντια και τους χορούς. Είναι ένα ψηφιδωτό των μικρών πραγμάτων που βιώνει ο καθένας μας σαν τέλος ή γένεση του κόσμου, όμοιο μ' αυτά του ανώνυμου δασκάλου που μοιάζει με τον Άκη Πάνου και φιλοσοφεί για τη φιλία σ' ένα από τα κείμενα, αλλά τόσο διαφορετικό στην φυσική ρευστότητά του.
Μία απόπειρα για λογοτεχνική περιπλάνηση στον ψυχισμό της εποχής δεν θα μπορούσε φυσικά να είναι καθηλωμένη σε στενά γεωγραφικά όρια. Οι μικρές ιστορίες του βιβλίου υπάρχουν στο Άμστερνταμ, στο Λονδίνο, στο Γκονζάγκα της Βραζιλίας ή και σε μία Αθήνα που αποφεύγει επιμελώς να αποκαλύψει το όνομά της. Υπάρχουν σε πόλεις, σε χωριά, σε παραλίες, σε γραφεία ή ακόμα και σε χώρους που θα μπορούσαν να υπάγονται σε οτιδήποτε από τα παραπάνω. Τα “φώτα στο βάθος” είναι ένα πολυδιάστατο ταξίδι ή μία αποδελτίωση πολλών ταξιδιών με χορταστική γραφή, μέσα από 38 αφηγήματα μικρού μήκους που θα απολαύσουν όσοι έχουν ακόμα απαίτηση από τη λογοτεχνία να τους ενδιαφέρει. Κι έχω την αίσθηση ότι δεν είναι λίγοι.
Υ.Γ.: Μοναδικό ατόπημα της συγγραφέως, η αισχρή προπαγάνδα στη σελ. 60 υπέρ των στριφτών τσιγάρων έναντι των πραγματικών (ή “βιομηχανικών” όπως τα αποκαλεί και η ίδια αλλά και οι υπόλοιποι δύσπιστοι στη χώρα μας).
Και τώρα που διαβάσατε τα παραπάνω, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Απόπειρα δίνουμε την ευκαιρία σε 3 άτομα να το αποκτήσουν. Θα λέγαμε «σε 3 τυχερούς» αλλά εδώ χρειάζεται δαιμόνιο, όχι τυχή: Για να αποκτήσετε το βιβλίο στείλτε μας προσωπικό μήνυμα στο Facebook ή mail στο mail@luben.tv με έναν καλό λόγο για τον οποίον θα έπρεπε να το κερδίσετε εσείς. Μέχρι αύριο βράδυ, τουτέστιν μέχρι το ξημέρωμα της 25ης Μαΐου.
Καλή επιτυχία, περιμένουμε τις απόψεις σας.
Βιβλιοπαρουσίαση στο Cretalive
Η συλλογή διηγημάτων Τα φώτα στο βάθος είναι το πρώτο της βιβλίο.
Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο "Τα φώτα στο βάθος" παρουσιάζει η Niemands Rose, ξετυλίγοντας αφηγήσεις μικρού μήκους, ιστορίες που εκτυλίσσονται ανά τον κόσμο. Η Niemands Rose γεννήθηκε στην Κρήτη. Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Έχει συνεργαστεί με διάφορες εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις (την Ελευθεροτυπία, την Αυγή και τα «Ενθέματα», το μπαχάρ κ.ά.), ενώ κείμενά της περιλαμβάνονται στο συλλογικό έργο Ανθολόγιον Ιστολόγιον (ψηφιακή έκδοση, 2012). Η συλλογή διηγημάτων Τα φώτα στο βάθος είναι το πρώτο της βιβλίο. Διατηρεί από το 2007 το μπλογκ Του κανενός το ρόδο.
Για το βιβλίο...
Καλοκαίρι. Καθώς χαράζει στο Άμστερνταμ, ένα πτώμα ξεβράζεται στις όχθες του ποταμού. Ένας Βραζιλιάνος μετανάστης πέφτει νεκρός από τις σφαίρες της βρετανικής αστυνομίας. Η μέρα προχωράει. Καύσωνας και οχλαγωγία. Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλει σε κάποια πλαζ επιβάλλοντας ενός λεπτού σιγή. Σουρουπώνει. Από τον ορό τού γέροντα, που δεν περιμένει επισκεπτήριο, στάζει στάλα στάλα η μοναξιά. Τη νύχτα, στη νότια Κρήτη, μια μαμά με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει τα φώτα της Λιβύης στο βάθος του ορίζοντα.
Χειμωνιάζει, ένα χαλίκι θα σφηνώσει στους αρμούς του παπουτσιού της και θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μια συλλογή από βότσαλα. Μία κυρία συλλαμβάνεται από τους σεκιουριτάδες ενός πολυκαταστήματος στο γιορτινό Δουβλίνο, καθώς κλέβει μια κασετίνα, ενώ ο υπερτυχερός ενός λαχείου κρεμάει την ταμπέλα hunger στο Στραντ τής μητρόπολης. Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ.
Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ. Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή τής Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ’ ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία της Πρωτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Απόκριας. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου. Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ.
Cretalive
Για το βιβλίο...
Καλοκαίρι. Καθώς χαράζει στο Άμστερνταμ, ένα πτώμα ξεβράζεται στις όχθες του ποταμού. Ένας Βραζιλιάνος μετανάστης πέφτει νεκρός από τις σφαίρες της βρετανικής αστυνομίας. Η μέρα προχωράει. Καύσωνας και οχλαγωγία. Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλει σε κάποια πλαζ επιβάλλοντας ενός λεπτού σιγή. Σουρουπώνει. Από τον ορό τού γέροντα, που δεν περιμένει επισκεπτήριο, στάζει στάλα στάλα η μοναξιά. Τη νύχτα, στη νότια Κρήτη, μια μαμά με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει τα φώτα της Λιβύης στο βάθος του ορίζοντα.
Χειμωνιάζει, ένα χαλίκι θα σφηνώσει στους αρμούς του παπουτσιού της και θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μια συλλογή από βότσαλα. Μία κυρία συλλαμβάνεται από τους σεκιουριτάδες ενός πολυκαταστήματος στο γιορτινό Δουβλίνο, καθώς κλέβει μια κασετίνα, ενώ ο υπερτυχερός ενός λαχείου κρεμάει την ταμπέλα hunger στο Στραντ τής μητρόπολης. Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ.
Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ. Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή τής Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ’ ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία της Πρωτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Απόκριας. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου. Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ.
Cretalive
Τρίτη 21 Μαΐου 2013
Βιβλιοπαρουσίαση στο Ιδεόστατο
Νέα κυκλοφορία : Niemands Rose • Τα φώτα στο βάθος / αφηγήσεις μικρού μήκους
Καλοκαίρι. Καθώς χαράζει στο Άμστερνταμ, ένα πτώμα ξεβράζεται στις όχθες του ποταμού. Ένας Βραζιλιάνος μετανάστης πέφτει νεκρός από τις σφαίρες της βρετανικής αστυνομίας. Η μέρα προχωράει. Καύσωνας και οχλαγωγία. Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλει σε κάποια πλαζ επιβάλλοντας ενός λεπτού σιγή. Σουρουπώνει. Από τον ορό τού γέροντα, που δεν περιμένει επισκεπτήριο, στάζει στάλα στάλα η μοναξιά. Τη νύχτα, στη νότια Κρήτη, μια μαμά με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει τα φώτα της Λιβύης στο βάθος του ορίζοντα. Χειμωνιάζει, ένα χαλίκι θα σφηνώσει στους αρμούς του παπουτσιού της και θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μια συλλογή από βότσαλα. Μία κυρία συλλαμβάνεται από τους σεκιουριτάδες ενός πολυκαταστήματος στο γιορτινό Δουβλίνο, καθώς κλέβει μια κασετίνα, ενώ ο υπερτυχερός ενός λαχείου κρεμάει την ταμπέλα hunger στο Στραντ της μητρόπολης.
Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ. Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ. Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή τής Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ’ ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία της Πρωτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Απόκριας. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου. Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ.
Niemands Rose • Τα φώτα στο βάθος
αφηγήσεις μικρού μήκους
σσ. 124, σχήμα 13 × 20,5 εκ.,
έκδοση χαρτόδετη, I S B N 978-960-537-173-9,
έκδοση ηλεκτρονική, I S B N 978-960-537-174-6,
Απόπειρα, Μάιος 2013
Μπλόγκερ από το 2007 η Niemands Rose συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά (την Ελευθεροτυπία, την Αυγή και τα «Ενθέματα», το μπαχάρ κ.ά.). Η συλλογή διηγημάτων Τα φώτα στο βάθος είναι το πρώτο της βιβλίο.
Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ. Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ. Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή τής Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ’ ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία της Πρωτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Απόκριας. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου. Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ.
Niemands Rose • Τα φώτα στο βάθος
αφηγήσεις μικρού μήκους
σσ. 124, σχήμα 13 × 20,5 εκ.,
έκδοση χαρτόδετη, I S B N 978-960-537-173-9,
έκδοση ηλεκτρονική, I S B N 978-960-537-174-6,
Απόπειρα, Μάιος 2013
Μπλόγκερ από το 2007 η Niemands Rose συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά (την Ελευθεροτυπία, την Αυγή και τα «Ενθέματα», το μπαχάρ κ.ά.). Η συλλογή διηγημάτων Τα φώτα στο βάθος είναι το πρώτο της βιβλίο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)