Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Είδαμε τα απολαυστικά κι ευρηματικά Φώτα στο Βάθος [Κριτική θεάτρου από τον Ιωσήφ Πρωιμάκη για το Popaganda]

Υπάρχει το γνωστό ρητό που λέει για τα φώτα στο βάθος και το πώς μπορούν να είναι η ελπίδα του τέλους στο τούνελ για τον ρομαντικό, ή το τρένο που έρχεται κατά πάνω μας για τον απαισιόδοξο, κι υπάρχει βέβαια συνήθως και ο παρατηρητής, που κάνει απλά στο πλάι για να δει τη μεγαλύτερη εικόνα: δυο κρετίνους να στέκουν στη μέση των γραμμών, ανήμποροι να κάνουν ούτε πίσω ούτε μπροστά. Εκεί πλάι στον παρατηρητή φαίνεται να στέκεται κι η Niemands Rose, κοιτώντας την ανθρώπινη κατάσταση και περιγράφοντάς την με τη γλαφυρή λεκτική εφευρετικότητα που την είχε κάνει διαδικτυακό σελέμπριτι πίσω στην λίθινη εποχή της ελληνικής μπλογκόσφαιρας, κοιτώντας την όμως όχι με την κλινική αποστασιοποίηση του παρατηρητή, αλλά με τη θέρμη της συμπόνοιας του θλιμμένου ουμανιστή.
Βασισμένο σε μια χούφτα μόνο απ’ τα 38 διηγήματα της ομότιτλης συλλογής «αφηγήσεων μικρού μήκους» όπως προτιμά να χαρακτηρίζει τα κείμενά της η συγγραφέας, Τα Φώτα στο Βάθος είναι εννιά ιστορίες λιγότερο ή περισσότερο αλλόκοτες, συν μία αρκούντως σουρεαλιστική για να σε μπάσει στο υπερβατικό πνεύμα της παράστασης στην αρχή, κι ύστερα να σε επαναφέρει στην καθημερινή σου πραγματικότητα όταν έρθει η ώρα για το φινάλε. «Ποια είναι η πιο δυνατή στιγμή στη ζωή για ‘σένα;» σε ρωτούν οι τέσσερις ερμηνευτές στην αρχή της παράστασης, απλωμένοι στο παγκάκι που έχει ως βασικό σκηνογραφικό της εργαλείο η σκηνοθέτιςEsther Andre Gonzalez, κι η έμφαση είναι στο «για ‘σένα». Κι ό,τι κι αν σου ‘χει έρθει στο μυαλό, οι ηθοποιοί της σπεύδουν να σ’ το ανατρέψουν, με όπλο τους τη σαγηνευτική αφήγηση της Niemands Rose, που σε γητεύει με την ειδυλλιακή απεικόνιση μιας μακρινής, σχεδόν εξωτικής καθημερινότητας, πριν την ανατρέψει η ασχήμια της ποιητικότητας που έχει η τραγική ειρωνεία, κι αυτή τη λυσσασμένη κακεντρέχεια του γαμημένου κάρμα, που σου αναποδογυρίζει τα συναισθήματα και σου μεγαφωνίζει αλύπητα το γέλιο που ρίχνουν οι θεοί, όταν ακούν για σχέδια ανθρώπων. 
Από τον λάγνο άλτη του επί κοντώ που ψάχνει χρυσά κλουβιά να υποκαταστήσουν τα χρυσά του μετάλλια, ως τον νεαρό Ισπανό που καταλήγει νεκρός στο Λονδίνο από ένα λάθος, κι απ’ την μικροαστή ναρκισίστρια νυμφομανή που καταπιέζεται, νυμφεύεται, νοικοκυρεύεται και διαολοστέλνεται, ως την καταθλιπτική κλεπτομανή που ανήμερα των Χριστουγέννων καταρεζιλεύεται, δέκα στο σύνολο ξεχωριστές και ιδιαίτερες περιπτώσεις αλληγορικής προσέγγισης του παραλογισμού που αποκαλούμε κόσμο μας, η συλλογή του σπονδυλωτού σού παραθέτει μερικές μικρές, απτές, τοπικές αλλά κι εντελώς οικουμενικές εκδοχές του κοσμικού παράδοξου, σε σύντομη, αλλά και φουλ εθιστική συσκευασία. Και σε καλεί να αναρωτηθείς αν είχες δει ποτέ «τα φώτα». Φώτα, που ανάβουν στα παράθυρα ανθρώπων στην απέναντι πολυκατοικία, στη διπλανή πόρτα, στην παραπίσω αυλή, ανθρώπων που ξέρεις ότι ξέρουν κάτι που δεν ξέρεις, ένα κομμάτι της ζωής που εσύ δεν το ‘χεις δει, κι ίσως δεν θέλεις κιόλας.
Κάπως σαν ο Κόκκινος Κύκλος να συναντά τη Ζώνη του Λυκόφωτος και να συζητούν για την τοξική λίμνη που κρύβεται κάτω απ’ την ετοιμόρροπη εξέδρα που έχουν στήσει οι κοινωνίες μας για να χαζεύουν τη ζωή μας να γκρεμίζεται, η θεατρική ομάδα της Έβδομης Θύρας χτυπάει φλέβα χρυσού με την σκηνοθεσία της Esther Andre Gonzalez. Πασπαλίζοντάς τη με στιγμές σκηνοθετικής ιδιοφυΐας στην οικονομία και την απεικόνιση, η Gonzalez παίρνει μια παράσταση που θα μπορούσε εύκολα να ντεραπάρει απ’ τη στατικότητα της αφήγησης και το υπαρξιακό της μαύρο, και ζωντανεύει στη σκηνή όχι μονάχα καταστάσεις που περιγράφει και συναισθήματα που ενεργοποιεί το κείμενο, αλλά ολόκληρα κοινωνικά καρκινώματα που οι λέξεις του μονάχα αγγίζουν. Επιπλέον, με την ερμηνευτική τους λιτότητα, την πλαστικότητα στην κινησιολογία και μπόλικη χιουμοριστική εφευρετικότητα, οι Αντωνία ΓιαννούληΜάνος ΚαναβόςΙζαμπέλα Κογεβίνα και Κώστας Φαλελάκης απογειώνουν το από-μαύρο-έως-κατίμαυρο χιούμορ που κρύβεται ανάμεσα απ’ τις γραμμές των κειμένων της Niemands, μπολιάζοντας με σπάνια ανθρωπιστική ευαισθησία ιστορίες που σε άλλα χέρια θα μπορούσαν να σε πνίξουν στην απελπισία. Αλλά εδώ σε αποχαιρετούν με μια μικρή αισιοδοξία. Ασχέτως απ’ το πόσο καταφέρνει να δεις τα φώτα, κι ακόμα περισσότερο το τι κρύβουν από πίσω τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου