Η παράσταση “Τα φώτα στο βάθος” βασίζεται σε δέκα αφηγήσεις μικρού μήκους της συγγραφέως και μπλόγκερ Niemands Rose (κατά κόσμον Πέλα Σουλτάτου). Πήγα να δω την παράσταση έχοντας βεβαίως ήδη διαβάσει το ομότιτλο βιβλίο, που ήδη βρίσκεται στην τέταρτη έκδοσή του (Απόπειρα). Αυτό λειτούργησε σαν χάντικαπ: αν και φρόντισα να μη μάθω ποια κείμενα διασκευάστηκαν και δραματοποιήθηκαν από τη σκηνοθέτιδα Ester Gonzalez, θα αναγνώριζα χαρακτήρες, πλοκές, πρόσωπα και πράγματα. Από την άλλη, ακριβώς επειδή ήμουν εξοικειωμένος με τα κείμενα, μπόρεσα να εστιάσω στην παράσταση την ίδια.
Η παράσταση είναι αρθρωμένη σπονδυλωτά, γύρω από μια παρέα που βρίσκεται πάνω σε ένα όριο γεωγραφικό, καλοκαίρι σε μια παραλία στη νότια Κρήτη, εκεί όπου υποτίθεται ότι τελειώνει η Ευρώπη και αρχίζουν τα θαλάσσια χέρσα που τη χωρίζουν από την Αφρική. Η παρέα αναρωτιέται όχι αν υπάρχουνε τα φώτα στο βάθος, δηλαδή στη Λιβύη, αλλά κατά πόσον είναι ορατά από εκεί όπου βρίσκονται. Τα δέκα επεισόδια της παράστασης μοιάζουν να αφορμώνται κατά κάποιον τρόπο από αυτή τη διερώτηση: όσοι βρισκόμαστε στο όριο, είμαστε πράγματι μακριά από αυτό που βρίσκεται “απέναντι”, αυτό που βρίσκεται πέρα από το όριο; Είναι πράγματι διαφορετικό το εκεί στο βάθος από το εδώ μας;
Τα δέκα επεισόδια της παράστασης προσεγγίζουν, το καθένα με τον δικό του λοξό τρόπο, την έννοια του ορίου. Τολμώ μάλιστα να εικάσω ότι επιλέχτηκαν με αυτόν τον γνώμονα: κάτι τελειώνει εδώ, απέναντι υπάρχει κάτι άλλο. Μόνον που το άλλο δεν είναι τόσο αλλιώτικο και σίγουρα δεν βρίσκεται τόσο μακριά. Η φρόνηση και η τρέλα, η έκσταση και η φθορά, η παρουσία και η η παντοειδής απώλεια, η ζωή και ο θάνατος (το κατεξοχήν “απέναντι”), η ευμάρεια κι ο ξεπεσμός, το αρσενικό και το θηλυκό, το πριν και το τώρα — όλα τα ζεύγη φαντάζουν σαν να τα χωρίζει το Λιβυκό Πέλαγος, σαν να μη διακρίνεται το δεύτερο μέλος του ζεύγους, τα φώτα του, από το πρώτο. Κι όμως, τα φώτα υπάρχουνε στο βάθος και, αν δεν διακρίνονται, αυτό είναι θέμα “καιρικών συνθηκών” και μόνο.
Η παράσταση είναι φτιαγμένη με φαινομενικώς απλά υλικά, ιδίως στο σκηνικό της μέρος, αλλά πρόκειται για απατηλώς απλά υλικά. Οι φωνές των τεσσάρων ηθοποιών κάποτε είναι οι φωνές των ίδιων των χαρακτήρων, ενώ κάποτε αναλαμβάνουν να περιγράψουν ή και να αφηγηθούν σε πλάγιο λόγο και γίνονται απλώς ηχώ, φώτα που κανονικά δεν ακούγονται. Οι ηθοποιοί άλλοτε δρουν, άλλοτε εξιστορούν — κάποτε και τα δύο μαζί ταυτόχρονα.
Ο συνδυασμός αυτός μίμησης και αφήγησης δουλεύει αποτελεσματικά. Οι θεατές παροτρυνόμαστε στην αρχή να κλείσουμε τα μάτια, σχεδόν παραδοξολογικά, αν θέλουμε να δούμε φώτα. Κατόπιν ίσως ακούμε ιστορίες που αφηγούνται τα μέλη της παρέας στη νότια Κρήτη, ίσως πάλι να ζωντανεύουν μπροστά μας αυτές οι ιστορίες μόνο και μόνο για να ξαναγίνουν παραμύθι: όπως οι άνθρωποι και ο κόσμος τους στο βάθος, στη Λιβύη. Ωστόσο, όπως στα κείμενα έτσι και στο πώς είναι στημένη η παράσταση, τα όρια παραμένουν ελαστικά και οι αποστάσεις αποδεικνύονται κοντινότερες. Για μένα αυτό είναι επίτευγμα της σκηνοθέτιδος: να αποδώσει την ακροβασία των κειμένων ως ακροβατική δραματική πράξη και ενίοτε να την επεκτείνει και να την καταστήσει και τολμηρότερη.
Δεν είμαι ειδικός να μιλήσω για τους ηθοποιούς, ωστόσο αισθάνθηκα ότι ενσάρκωσαν τους έκκεντρους χαρακτήρες με ιδανικό τρόπο. Η μουσική των Lost Bodies ήταν επίσης ιδανική: ταυτίζεται με το δραματικό αποτέλεσμα συντελώντας παράλληλα σε αυτό, χωρίς να καπελώνει τα δρώμενα αλλά και χωρίς να λειτουργεί σαν απλό χαλί.
Όσοι δεν έχουνε διαβάσει ακόμα το βιβλίο, σίγουρα θα απολαύσουν την παράσταση, όσοι ήδη είναι εξοικειώμενοι με τα Φώτα στο βάθος, δε θα τα δουν απλώς ευδιάκριτα κι ολοζώντανα μπροστά τους αλλά θα τα δουν, ας πούμε, με άλλα μάτια.
Η παράσταση είναι αρθρωμένη σπονδυλωτά, γύρω από μια παρέα που βρίσκεται πάνω σε ένα όριο γεωγραφικό, καλοκαίρι σε μια παραλία στη νότια Κρήτη, εκεί όπου υποτίθεται ότι τελειώνει η Ευρώπη και αρχίζουν τα θαλάσσια χέρσα που τη χωρίζουν από την Αφρική. Η παρέα αναρωτιέται όχι αν υπάρχουνε τα φώτα στο βάθος, δηλαδή στη Λιβύη, αλλά κατά πόσον είναι ορατά από εκεί όπου βρίσκονται. Τα δέκα επεισόδια της παράστασης μοιάζουν να αφορμώνται κατά κάποιον τρόπο από αυτή τη διερώτηση: όσοι βρισκόμαστε στο όριο, είμαστε πράγματι μακριά από αυτό που βρίσκεται “απέναντι”, αυτό που βρίσκεται πέρα από το όριο; Είναι πράγματι διαφορετικό το εκεί στο βάθος από το εδώ μας;
Τα δέκα επεισόδια της παράστασης προσεγγίζουν, το καθένα με τον δικό του λοξό τρόπο, την έννοια του ορίου. Τολμώ μάλιστα να εικάσω ότι επιλέχτηκαν με αυτόν τον γνώμονα: κάτι τελειώνει εδώ, απέναντι υπάρχει κάτι άλλο. Μόνον που το άλλο δεν είναι τόσο αλλιώτικο και σίγουρα δεν βρίσκεται τόσο μακριά. Η φρόνηση και η τρέλα, η έκσταση και η φθορά, η παρουσία και η η παντοειδής απώλεια, η ζωή και ο θάνατος (το κατεξοχήν “απέναντι”), η ευμάρεια κι ο ξεπεσμός, το αρσενικό και το θηλυκό, το πριν και το τώρα — όλα τα ζεύγη φαντάζουν σαν να τα χωρίζει το Λιβυκό Πέλαγος, σαν να μη διακρίνεται το δεύτερο μέλος του ζεύγους, τα φώτα του, από το πρώτο. Κι όμως, τα φώτα υπάρχουνε στο βάθος και, αν δεν διακρίνονται, αυτό είναι θέμα “καιρικών συνθηκών” και μόνο.
Η παράσταση είναι φτιαγμένη με φαινομενικώς απλά υλικά, ιδίως στο σκηνικό της μέρος, αλλά πρόκειται για απατηλώς απλά υλικά. Οι φωνές των τεσσάρων ηθοποιών κάποτε είναι οι φωνές των ίδιων των χαρακτήρων, ενώ κάποτε αναλαμβάνουν να περιγράψουν ή και να αφηγηθούν σε πλάγιο λόγο και γίνονται απλώς ηχώ, φώτα που κανονικά δεν ακούγονται. Οι ηθοποιοί άλλοτε δρουν, άλλοτε εξιστορούν — κάποτε και τα δύο μαζί ταυτόχρονα.
Ο συνδυασμός αυτός μίμησης και αφήγησης δουλεύει αποτελεσματικά. Οι θεατές παροτρυνόμαστε στην αρχή να κλείσουμε τα μάτια, σχεδόν παραδοξολογικά, αν θέλουμε να δούμε φώτα. Κατόπιν ίσως ακούμε ιστορίες που αφηγούνται τα μέλη της παρέας στη νότια Κρήτη, ίσως πάλι να ζωντανεύουν μπροστά μας αυτές οι ιστορίες μόνο και μόνο για να ξαναγίνουν παραμύθι: όπως οι άνθρωποι και ο κόσμος τους στο βάθος, στη Λιβύη. Ωστόσο, όπως στα κείμενα έτσι και στο πώς είναι στημένη η παράσταση, τα όρια παραμένουν ελαστικά και οι αποστάσεις αποδεικνύονται κοντινότερες. Για μένα αυτό είναι επίτευγμα της σκηνοθέτιδος: να αποδώσει την ακροβασία των κειμένων ως ακροβατική δραματική πράξη και ενίοτε να την επεκτείνει και να την καταστήσει και τολμηρότερη.
Δεν είμαι ειδικός να μιλήσω για τους ηθοποιούς, ωστόσο αισθάνθηκα ότι ενσάρκωσαν τους έκκεντρους χαρακτήρες με ιδανικό τρόπο. Η μουσική των Lost Bodies ήταν επίσης ιδανική: ταυτίζεται με το δραματικό αποτέλεσμα συντελώντας παράλληλα σε αυτό, χωρίς να καπελώνει τα δρώμενα αλλά και χωρίς να λειτουργεί σαν απλό χαλί.
Όσοι δεν έχουνε διαβάσει ακόμα το βιβλίο, σίγουρα θα απολαύσουν την παράσταση, όσοι ήδη είναι εξοικειώμενοι με τα Φώτα στο βάθος, δε θα τα δουν απλώς ευδιάκριτα κι ολοζώντανα μπροστά τους αλλά θα τα δουν, ας πούμε, με άλλα μάτια.