Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Συνέντεξη στον Κώστα Στοφόρο για "Τα φώτα στο βάθος"

    Η Niemands Rose μιλά στον Δρόμο για τα Φώτα στο βάθος και όχι μόνο… Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Περνάω περιόδους που αμφισβητώ το ίδιο το διάβασμα. Γιατί να διαβάζουμε λογοτεχνία; «Έχουμε πολύ περισσότερη ποίηση στον κόσμο απ’ ό,τι δικαιοσύνη», λέει ένας ο ήρωας του Αόρατου του Paul Auster. Γιατί να σκύβεις πάνω από τις ζωές των άλλων; Μήπως για να ξεχάσεις τα δικά σου αδιέξοδα; Μήπως για να απογειωθείς από το ζοφερό περιβάλλον; Μήπως η δική σου ανάγνωση «υψηλής» λογοτεχνίας δεν διαφέρει στο βάθος από τον τρόπο που διαβάζουν δίπλα σου στο μετρό τα ευπώλητα, απελπισμένοι επιβάτες;
Με τέτοια διάθεση, διαβάζω ξαφνικά κάτι που μου ανατρέπει τον τρόπο σκέψης. Πολλές φορές νιώθω πως αδυνατώ να περιγράψω την πραγματική επίδραση που είχε ένα βιβλίο πάνω μου και αυτό μου συμβαίνει και με τα Φώτα στο βάθος της Niemands Rose (Εκδ. Απόπειρα). Μικρές ιστορίες γραμμένες με αληθινή μαστοριά, όπου καμία λέξη δεν περισσεύει. Κι όπου μια τελεία, μια λεξούλα, ένα αναπάντεχο τέλος, έχουν τη δύναμη του σοκ. Η συγγραφέας βλέπει και ακούει τον κόσμο γύρω της. Και δεν αρκείται να τον περιγράψει. Παίρνει θέση. Όχι ως εκπρόσωπος κάποιου ιερατείου που σου δείχνει με το βαρύ του δάχτυλο το δρόμο, αλλά ως ένας οδοιπόρος του 21ου αιώνα που μοιράζεται μαζί σου τη γνώση για τα μονοπάτια που βρήκε. 
Υπάρχει και ο σαρκασμός, υπάρχει και η τρυφερότητα, υπάρχει η σκληρότητα, υπάρχει κι η ενσυναίσθηση. Η συγγραφέας καταφέρνει να δει με τα μάτια του άλλου: Εξαιρετική η προσέγγιση στο θρησκευτικό συναίσθημα που δεν συμμερίζεται αλλά και δεν το χλευάζει. Στην πραγματικότητα, για να μιλήσεις γι’ αυτό το εξαιρετικό βιβλίο θα έπρεπε να παρουσιάσεις, να αφηγηθείς μια-μια τις ιστορίες του.
Νιώθεις μια παράξενη συγγένεια με τη συγγραφέα, καθώς μετατρέπει σε λόγο αυτό που κι εσύ είχες στο μυαλό σου. Καθώς λοιπόν εκφράζεται, σε εκφράζει. Η κουβέντα μαζί της ήρθε ως φυσική συνέπεια-συνέχεια ενός διαλόγου που ξεκινά…

Νομίζω πως αξίζει να μας πεις λίγα λόγια για τα Φώτα στο βάθος, όπως τα περιγράφεις σε ένα από τα πιο τρυφερά κείμενα του βιβλίου σου…
Ο τίτλος προέρχεται από το ομώνυμο διήγημα της συλλογής όπου εξιστορώ μια νύχτα που μια μητέρα με το μωρό της στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει στο βάθος του ορίζοντα τα φώτα της Λιβύης, τα οποία λέγεται ότι είναι ορατά από τα νότια παράλια της Κρήτης. Και μαζί ανακαλύπτει πολλαπλές συνδέσεις σε μια αναστοχαστική διαδικασία. Ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία να σταθώ στην επιλογή του τίτλου, τον συμβολισμό της φράσης που παραπέμπει σε φωτεινά σημεία που διακρίνονται σε ένα ζοφερό ορίζοντα και που, νομίζω, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε.
Γιατί Niemands Rose; Τι σημαίνει αυτό το ψευδώνυμο για σένα; Ποιο είναι το πρόσωπο πίσω από το «ρόδο»;
Ο Παούλ Τσελάν, στον οποίο ανήκει η φράση «die niemandsrose» και σημαίνει «του κανενός το ρόδο», είναι μάλλον ο πιο συγκλονιστικός ποιητής που έχω διαβάσει αλλά, ταυτόχρονα, υπήρξε η επιτομή της αντιναζιστικής μου κουλτούρας. Με θυμάμαι πριν από 7 χρόνια να δηλώνω μεταξύ σοβαρού και αστείου σε φίλους, μετά από σχετική πρόσκλησή τους, πως δεν πρόκειται να ξαναδώ άλλη αντιπολεμική ταινία, εννοώντας τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί το μερίδιό μου σ’ αυτή τη ζωή σε αντιναζί και αντιπολεμική παιδεία το έχω καταναλώσει και με το παραπάνω. Ήταν η ίδια περίοδος, συμπτωματικά, που είχα ανακαλύψει τον Τσελάν. Μέσα σε αυτές περίπου τις συνθήκες διάλεξα για διαδικτυακή μου ταυτότητα και σήμερα πια για λογοτεχνικό ψευδώνυμο το Niemands Rose που σημαίνει πολλά και που πίσω από αυτό βρίσκεται η πιο αυθεντική φωνή μου, αυτή που γράφει.
Θεωρείς τα γραπτά σου «στρατευμένα»; Η εποχή μας ζητάει κάτι διαφορετικό από τους ανθρώπους που γράφουν;
Χαίρομαι πολύ που μου κάνετε αυτή την ερώτηση, γιατί έχω μία ευκαιρία να απαντήσω σε κάτι που ανακύπτει και σε βιβλιοκριτικές και σε βιβλιοπαρουσιάσεις μου. Συνηθίζεται να αποδίδεται ο όρος «στρατευμένος» σε όσους παράλληλα με το συγγραφικό τους έργο αρθρώνουν δημόσιο λόγο και ο οποίος, μάλιστα, συχνά ταυτίζεται με συγκεκριμένο ιδεολογικό ρεύμα ή, ακόμα χειρότερα, με πολιτικό κόμμα.
Να τονίσω λοιπόν ότι αυτό το «του κανενός» του ψευδώνυμού μου, που με ρωτήσατε πριν, με εκφράζει και πολιτικά. Δεν ανήκω σε κανέναν πολιτικό χώρο.
Έχω όμως ταξική συνείδηση. Είμαι κόρη εργάτη, βίωσα την ανεργία του πατέρα μου στη δεκαετία του ’90, διαμόρφωσα ως έφηβη συνείδηση μέσα από τις καταλήψεις και το μαθητικό κίνημα τις ίδιας περιόδου. Αυτά τα πράγματα με καθόρισαν. Δεν έχει σημασία αν με το όχημα της κοινωνικής κινητικότητας πήρα «προαγωγή» στη μεσαία τάξη, δεν έχει σημασία πόσο θα «τα καταφέρω» συνολικά στη ζωή μου.
Πάντα θα είμαι η κόρη ενός απολυμένου εργάτη. Από ’κει και πέρα μην περιμένει κανείς από μένα σούπερ-ήρωες, μονολιθικούς χαρακτήρες και γραμμικές πορείες, όταν γράφω, γιατί η αντίφαση στους ανθρώπους και η ανατροπή στη ζωή είναι κάτι που αναγνωρίζω.
Τι είναι αυτό που σου αρέσει στις «αφηγήσεις μικρού μήκους»; Θα έγραφες ένα μυθιστόρημα;
Οι αφηγήσεις μικρού μήκους ήταν το πέρασμά μου από την ποίηση στην πεζογραφία, κάτι που νομίζω αποτυπώνεται στη συλλογή. Ως αναγνώστρια, όμως, προτιμούσα τα μυθιστορήματα. Και τώρα θέλω να δοκιμαστώ σε αυτό το είδος.
Όταν γράφεις για την κόρη σου, το ύφος σου αλλάζει. Πόσο ρόλο παίζουν στη ζωή μας τα παιδιά; Τι μπορούμε να τους δώσουμε σήμερα;
Από τότε που απέκτησα το πρώτο μου παιδί νοηματοδοτείται η ύπαρξή μου μέσα από τα παιδιά μου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όμως δεν έχω επιτρέψει, ώς τώρα, να με αφομοιώσει η μητρότητα, να με ευνουχίσει ως γυναίκα, όπως συνήθως συμβαίνει σε χώρες όπου ο συντηρητισμός είναι μείζον στοιχείο της κυρίαρχης νοοτροπίας. Το ζήτημα είναι να είμαι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος πλάι στα παιδιά μου. Και μ’αυτό τον τρόπο ευελπιστώ να μην τα πνίξω με την αγάπη μου αλλά και να μην τους την στερήσω.
Να είσαι γυναίκα… To be a woman… Η προσέγγισή σου είναι ιδιαίτερη. Τι είναι να είσαι γυναίκα και να μεγαλώνεις στην Ελλάδα;
Υπάρχει μια υπόρρητη θεματική ενότητα στα Φώτα στο βάθος που αφορά τη Γυναίκα, όπως βιώνω το φύλο, αλλά και όπως έχει καταγραφεί μέσα μου με μνήμες κι αναπαραστάσεις από τις γερόντισσες της ορεινής ελληνικής επαρχίας ως τις ηλικιωμένες ποδηλάτισσες στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου έζησα και περιηγήθηκα, κι από τις πολιτικές κρατούμενες στην τέχνη και την Ιστορία ως τα φρικιά στις παραλίες των γυμνιστών και στις διαδηλώσεις. Ασφυκτιώ στην Ελλάδα, όπως κάθε γυναίκα που έτυχε να ζήσει σε χώρες που τα κεκτημένα του φεμινιστικού κινήματος είναι ευρύτερα. Το φάσμα της καταπίεσης εκτείνεται από το δημόσιο θηλασμό, ώς το να είσαι ηλικιωμένη και να πίνεις ένα ποτάκι σε ένα μπαρ, όπως μία φιγούρα στο Για τη γυναίκα, το γήρας και το γαμώτο στο βιβλίο μου, κι ώς το να δηλώνεις τη σεξουαλική σου απελευθέρωση και την ελευθεριακότητά σου στον έρωτα.

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Βιβλιοκριτική από τον Στρατή Μπουρνάζο για "Τα φώτα στο βάθος" >> Αναγνώσεις της Αυγής

Ο τίτλος και ο υπότιτλος μας εισάγουν κατευθείαν στην ατμόσφαιρα του τόμου: τόσο η εικόνα των φώτων που αχνοφέγγουν (ή τρεμοσβήνουν) στο βάθος, όσο και ο προσδιορισμός «μικρού μήκους» μας υποβάλλουν μια αίσθηση κινηματογραφική. Αίσθηση η οποία επιβεβαιώνεται και από τα κείμενα: τα κοντινά πλάνα, οι ανόμοιες επιταχύνσεις της αφήγησης, οι εικόνες και τα χρώματα, οι «προσωπογραφίες» και οι «τοπιογραφίες» συντείνουν σε αυτήν.
Τα κείμενα του τόμου θα μπορούσαμε να τα πούμε «διηγήματα». Δεν ξέρω όμως αν αυτός -ο γραμματολογικά ακριβής- χαρακτηρισμός μας βοηθάει να συλλάβουμε τα ουσιώδη γνωρίσματα της γραφής της Niemands Rose. Πολύ πιο διαφωτιστικός, για να τα αντιληφθούμε είναι, πιστεύω, ο χαρακτηρισμός του Φοίβου Παναγιωτίδη (στην κριτική του για Τα φώτα στο βάθος, στοwww.bookpress.gr): "αυτομυθογραφίες ή αυτομυθοπλασίες" σε όλα τα κείμενα που συνθέτουν το βιβλίο υπάρχει αυτοαναφορικό έναυσμα». «Αυτομυθογραφίες», λοιπόν, και όχι αυτοβιογραφίες, αφού το αυτοαναφορικό έναυσμα δεν συνδέεται υποχρεωτικά με πραγματικά περιστατικά του βίου, αλλά μπορεί να απλώνεται σε γεγονότα και πράγματα που δεν ζήσαμε ποτέ, κι όμως μας είναι πιο πραγματικά, πιο οικεία και πιο δικά μας από τα δικά μας. Και αν πρέπει να διακρίνω, κατ' ανάγκην επιγραμματικά, μερικά από τα γνωρίσματα αυτών των «αυτομυθοπλασιών» θα διάλεγα τη δύναμη της εικόνας, τη λαϊκότητα, το μαύρο χιούμορ, το πάθος και τα πάθη, την αγάπη για το σκοτεινό και το μη κανονικό - ένα «αγγελικό και μαύρο φως» διαχέεται και φωτίζει όλα τα κείμενα του τόμου.
H Niemands Rose είναι μια από τις πιο γνωστές και καλές μπλόγκερ (διατηρεί το μπλογκ «Του κανενός το ρόδο»). Ο τόμος αυτός συνιστά, κατά τη γνώμη μου, ένα επιτυχημένο άλμα. Δεν το λέω επειδή πιστεύω ότι το χαρτί υπερέχει της οθόνης ούτε από κάποιον φετιχισμό του χαρτιού ή του βιβλίου – κάθε άλλο. Αλλά επειδή διαβάζοντάς τώρα όλα μαζί τα κείμενα, παλιά και νεότερα, μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι αντέχουν στον χρόνο (κάποια μετράνε ήδη μια πενταετία ζωής), τις λογοτεχνικές τους αρετές, να τοποθετήσει ως κομμάτια μιας δυνάμει ενιαίας αφήγησης. Και νομίζω ότι «Τα δώρα που σπάνε» ή τον «Επικήδειο αντίλογο» θα τα ζήλευαν αρκετοί λογοτέχνες. Όπως και την τελευταία περίοδο τελευταίες από το «Κυνήγι», με τη νεκρή κοπέλα στον πάγκο του νεκροτομείου: «Την ίδια στιγμή, ο τραυματιοφορέας, βαριεστημένος από τις έξαλλες φλυαρίες του καθηγητή, ένιωσε ένα γουργουρητό στο στομάχι του. Καθώς στεκόταν πάνω από το πτώμα, άρχισε να ξετυλίγει, ατάραχος και βλοσυρός, μέσα από αλουμινόχαρτο ένα σάντουιτς. Δάγκωσε λαίμαργα την πρώτη μπουκιά. Κάποια ψίχουλα έπεσαν στο άψυχο σώμα. Απ' το ανοιχτό παράθυρο όρμησε ένα σπουργιτάκι. Η ομορφιά που είχε μέσα της άρχισε να χύνεται στα φθαρμένα μωσαϊκά του νεκροτομείου, αλλά όλοι κυνηγούσαν αλλόφρονες να διώξουν το σπουργίτι» (σ. 31).
***
«Η φιλοδοξία του δεν ήταν να βγάζει ωραίες φωτογραφίες, αλλά μέσα από τις φωτογραφίες να γνωρίσει τη ζωή», είχε πει ο φωτογράφος και κριτικός Τζων Σαρκόφσκι για τον μεγάλο φωτογράφο Γκάρυ Βίνογκραντ. Θα έλεγα, λοιπόν, αντίστοιχα, ότι φιλοδοξία της Νίμαντς δεν ήταν να γράψει ωραία κείμενα, αλλά, μέσα από αυτά, να γνωρίσει τη ζωή και τους ανθρώπους, τον ψυχισμό και τα πάθη τους. Και, κάνοντάς το, μας χάρισε ωραία κείμενα.